Anonymous

ἀμπλακεῖν: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμπλᾰκεῖν''': ἀπαρ. τοῦ ἀορ. ἤμπλακον (Ἀρχίλ. 68 ἤμβλακον), μετοχ. ἀμπαλακών: ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἔχομεν πρκμ. ἠμπλάκηκα (ἴδε [[ἐμπολάω]] ἐν τέλ.)· παθ. ἠμπλάκημαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 916: - ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει ἐνεστ. είναι [[ἀμπλακίσκω]], Δωρ. ἀμβλακίσκω Θεαγ. παρὰ Στοβ. 9. 15., 10. 15): Δωρ. παρατατ. ἀμβλάκισκον Φίντυς [[αὐτόθι]] 444. 36. (Πιθ. συγγενὲς τῶ [[πλάζω]], τοῦ α θεωρουμένου ὡς εὐφων. καὶ τοῦ μ ὡς παρεμβληθέντος καθάπερ ἐν τῷ [[ἄμβροτος]]· ἴδε [[καταπλακών]]). [Ὅταν τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτῇ τὴν πρώτην συλλαβὴν βραχεῖαν, γράφεται ἀπλ-: καὶ δὴ ὁ Πόρσων καὶ ὁ Ἐλμσλ. φρονοῦσιν ὅτι [[οὗτος]] [[εἶναι]] ὁ ὀρθὸς [[τύπος]] ἀπανταχοῦ (εἰς Εὐρ. Μήδ. 115)· κατὰ τῆς γνώμης ταύτης ἴδε Ἑρμάνν. Πονημ. 3, σ. 146· πρβλ καὶ Ἐλλένδου Λεξ. Σοφ.]. Ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει ἀκριβῶς ἐν οἵᾳ καὶ τὸ [[ἁμαρτάνω]], [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ., ([[ὅστις]] ἀντ’ [[αὐτοῦ]] μεταχειρίζεται [[ἀβροτάζω]], [[ἤμβροτον]]): Ι. [[μετὰ]] γεν., [[ἀποτυγχάνω]], δὲν κατορθώνω τι, ὑπολείπομαι, ἀνορέας οὐκ ἀμπλακὼν Πινδ. Ο. 8. 89, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 554, 1234. 2) χάνω τι, στεροῦμαί τινος, εἰ τοῦδ’ ἤμπλακον (ἐνν. παιδὸς) Σοφ. Ἀντ. 910· ἀρίστης ἀπλακὼν ἀλόχου Εὐρ. Ἄλκ. 241· λέκτρων ἀπλακὼν ὁ αὐτ. Ι. Α. 124. ΙΙ. ἀπολ., [[ἀποτυγχάνω]] νὰ πράξω τι, δὲν κατορθώνω, [[ἁμαρτάνω]], πλανῶμαι, [[πράττω]] τὸ μὴ ὀρθόν, Ἰβύκ. Ἀποσπ. 51, Εὐρ. Ἱπ. 892, Ἀνδρ. 948, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδ. ἀντων., ὡς τάδ’ ἤμπλακον, ὅτε ἔπραξα [[ταῦτα]] τὰ ἁμαρτήματα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1212· [[ἐντεῦθεν]] καὶ κατὰ παθ. τί δ’ ἠμπλάκηται τῶν δέ μοι ... ὁ αὐτ. Ἱκ. 916.
|lstext='''ἀμπλᾰκεῖν''': ἀπαρ. τοῦ ἀορ. ἤμπλακον (Ἀρχίλ. 68 ἤμβλακον), μετοχ. ἀμπαλακών: ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἔχομεν πρκμ. ἠμπλάκηκα (ἴδε [[ἐμπολάω]] ἐν τέλ.)· παθ. ἠμπλάκημαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 916: - ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει ἐνεστ. είναι [[ἀμπλακίσκω]], Δωρ. ἀμβλακίσκω Θεαγ. παρὰ Στοβ. 9. 15., 10. 15): Δωρ. παρατατ. ἀμβλάκισκον Φίντυς [[αὐτόθι]] 444. 36. (Πιθ. συγγενὲς τῶ [[πλάζω]], τοῦ α θεωρουμένου ὡς εὐφων. καὶ τοῦ μ ὡς παρεμβληθέντος καθάπερ ἐν τῷ [[ἄμβροτος]]· ἴδε [[καταπλακών]]). [Ὅταν τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτῇ τὴν πρώτην συλλαβὴν βραχεῖαν, γράφεται ἀπλ-: καὶ δὴ ὁ Πόρσων καὶ ὁ Ἐλμσλ. φρονοῦσιν ὅτι [[οὗτος]] [[εἶναι]] ὁ ὀρθὸς [[τύπος]] ἀπανταχοῦ (εἰς Εὐρ. Μήδ. 115)· κατὰ τῆς γνώμης ταύτης ἴδε Ἑρμάνν. Πονημ. 3, σ. 146· πρβλ καὶ Ἐλλένδου Λεξ. Σοφ.]. Ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει ἀκριβῶς ἐν οἵᾳ καὶ τὸ [[ἁμαρτάνω]], [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ., ([[ὅστις]] ἀντ’ [[αὐτοῦ]] μεταχειρίζεται [[ἀβροτάζω]], [[ἤμβροτον]]): Ι. μετὰ γεν., [[ἀποτυγχάνω]], δὲν κατορθώνω τι, ὑπολείπομαι, ἀνορέας οὐκ ἀμπλακὼν Πινδ. Ο. 8. 89, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 554, 1234. 2) χάνω τι, στεροῦμαί τινος, εἰ τοῦδ’ ἤμπλακον (ἐνν. παιδὸς) Σοφ. Ἀντ. 910· ἀρίστης ἀπλακὼν ἀλόχου Εὐρ. Ἄλκ. 241· λέκτρων ἀπλακὼν ὁ αὐτ. Ι. Α. 124. ΙΙ. ἀπολ., [[ἀποτυγχάνω]] νὰ πράξω τι, δὲν κατορθώνω, [[ἁμαρτάνω]], πλανῶμαι, [[πράττω]] τὸ μὴ ὀρθόν, Ἰβύκ. Ἀποσπ. 51, Εὐρ. Ἱπ. 892, Ἀνδρ. 948, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδ. ἀντων., ὡς τάδ’ ἤμπλακον, ὅτε ἔπραξα [[ταῦτα]] τὰ ἁμαρτήματα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1212· [[ἐντεῦθεν]] καὶ κατὰ παθ. τί δ’ ἠμπλάκηται τῶν δέ μοι ... ὁ αὐτ. Ἱκ. 916.
}}
}}
{{bailly
{{bailly