Anonymous

πεπαρεῖν: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πεπᾰρεῖν''': παλαιόν τι ἀπαρέμφ. ἀορ. β΄ ἀπαντῶν μόνον ἐν Πινδ. Π. 2.105 ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[πεπορεῖν]], μνημονευομένης καὶ ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ.: «[[πεπορεῖν]]· δοῦναι»)· ἀλλὰ τὸ [[πεπαρεῖν]] ἑρμηνεύει ὁ [[αὐτός]]: «ἐνδεῖξαι, σημῆναι», [[ὡσαύτως]] μνημονεύει: πεπᾰρεύσιμον· «εὔφραστον, σαφές»· ― τὸ [[ὄνομα]] τῆς νήσου Πεπαρήθου ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγεται.
|lstext='''πεπᾰρεῖν''': παλαιόν τι ἀπαρέμφ. ἀορ. β΄ ἀπαντῶν μόνον ἐν Πινδ. Π. 2.105 (μετὰ διαφ. γραφ. [[πεπορεῖν]], μνημονευομένης καὶ ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ.: «[[πεπορεῖν]]· δοῦναι»)· ἀλλὰ τὸ [[πεπαρεῖν]] ἑρμηνεύει ὁ [[αὐτός]]: «ἐνδεῖξαι, σημῆναι», [[ὡσαύτως]] μνημονεύει: πεπᾰρεύσιμον· «εὔφραστον, σαφές»· ― τὸ [[ὄνομα]] τῆς νήσου Πεπαρήθου ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγεται.
}}
}}
{{bailly
{{bailly