Anonymous

ἀνάγω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάγω''': μέλλ. ἀνάξω Αἰσχύλ. Χο. 131: ἀόρ. ἀνήγαγον, κτλ.: (ἴδε ἄγω): - ἀντιτίθεται τῷ [[κατάγω]]. 1) ἄγω ἄνω ἐκ τόπου χαμηλοτέρου εἰς ὑψηλότερον, ἐς Ὄλυμπον Θέογν. 1347, Εὐρ. Βάκχ. 289· πρὸς τὸ [[ὄρος]] Ξεν. Ἀν. 3. 4, 28· ἱερὸν ἀναγ. [[ξόανον]], [[φέρω]] τὸν δούρειον ἵππον ἄνω πρὸς τὴν ἀκρόπολιν, Εὐρ. Τρῳ. 525 ὁ [[πέπλος]] ἀνάγεται εἰς τὴν ἀκρόπολιν Πλάτ. Εὐθύφρ. 6C. 2) ἄγω τὸ [[πλοῖον]] ἀπὸ τῆς παραλίας εἰς τὸ [[πέλαγος]], «βγαίνω εἰς τἀνοικτά», [[ἐκπλέω]], ἄγω διὰ θαλάσσης εἰς [[ἄλλην]] χώραν, λαὸν ἀνήγαγεν ἐνθάδ’ ἀείρας Ἰλ. Ι. 338· γυναῖκ’ εὐειδέ’ ἀνῆγες ἐξ ἀπίης γαίης Γ. 48, πρβλ. Ζ. 292· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 7. 10, 8, κτλ.· ἀλλὰ [[συχνάκις]] = τῷ ἁπλῷ ἄγω, ὁδηγῶ, [[φέρω]] εἴς τινα τόπον, ὡς ἐν Ἰλ. Θ. 203, Ὀδ. Γ. 272: - ἡ [[φράσις]] ἀνάγ. ναῦν, ἀπαίρειν, ἐξορμίζειν τὴν ναῦν, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 6. 12., 7. 100· [[ὅστις]] [[ἐπίσης]] μεταχειρίζεται τὸ ἀνάγειν ἀπολ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, 3. 41., 8. 76, πρβλ. Δημ. 677. 5· - ἀλλὰ τὸ τοιοῦτον [[εἶναι]] κοινότερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ. 3) ἄγω ἐκ τῆς παραλίας εἰς τὰ ἐνδότερα, Ὀδ. Ξ. 272, Ἡρόδ. 6. 30, 119· ἰδίως ἐκ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας εἰς τὴν κεντρικὴν Ἀσίαν, ἀνάγ. παρὰ ἢ ὡς βασιλέα Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 6, Ἀν. 2. 6, 1, κτλ. 4) [[ἀναβιβάζω]], ἰδίως ἀπὸ τῶν νεκρῶν, ἀνάγ. εἰς [[φάος]] Ἡσ. Θ. 626· εἰς φῶς Πλάτ. Πολ. 521C· τῶν φθιμένων ἀνάγ. τινὰ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1023· [[ὡσαύτως]], κλίνει τε κἀνάγει [[πάλιν]], καταβιβάζει καὶ [[πάλιν]] ἀναβιβάζει, Σοφ. Αἴ. 131, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 989· ἀνάγ. ἐκ λεχέων, ἀνάγει φάμαν, ἀνεγείρει, ἀφυπνίζει, Πινδ. Ι. 4. 37 (3. 40). 5) [[σύρω]] χορόν, ἄναγον χορὸν ἱμερόεντα, «ἔσυρναν τὸν χορόν» Ἡσ. Ἀσπ. 280, Εὐρ. Τρῳ. 325 (πρβλ. 332), Θουκ. 3. 104· [[ὡσαύτως]], ἀνάγ. θυσίαν, ἑορτήν, θύειν, πανηγυρίζειν, Ἡρόδ. 2. 60, 61, καὶ ἀλλ. 6) [[ἐγείρω]], σηκώνω, [[κάρα]] Σοφ. Φ. 866· τὸ [[ὄμμα]] ἀνάγ. ἄνω Πλάτ. Πολ. 533D· ἀν. τὰς ὀφρῦς = ἀνασπᾶν, Πλούτ. 2. 975C. 7) [[ἀναμέλπω]], [[ὁμοῦ]] δὲ παιᾶνα παιᾶν’ ἀνάγετ’, ὦ παρθένοι, Σοφ. Τρ. 210, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 963, Εὐρ. Ἠλ. 126. 8) ἀνάγ. εἰς τιμήν, ἀνυψῶ εἰς τιμήν, Πλουτ. Νουμᾶς 16· τίμιον ἀνάγ. τινὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1333· ἀνάγ. τινὰ εἰς φιλοσοφίαν Πλάτ. Πολ. 529Α· εἰς μέτρα θ’ ἥβης ὡς ἀνηγόμην, ἀνετρεφόμην.., Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 193. 9) [[μετὰ]] ποικίλων σημασιῶν, ἀνάγ. ὀδόντας, ὀδοντοφυῶ, κοινῶς «βγάζω ’δόντια» Ἱππ. Ἀφ. 1248· ἀνάγ. [[αἷμα]], ἐμῶ, «ξερνῶ» [[αἷμα]], Πλουτ. Κλεομ. 30· ἀνάγ. ποταμόν, ἀνυψῶ τὸ [[ὕδωρ]] ποταμοῦ, [[κάμνω]] αὐτὸν νὰ ὑπερχειλίσῃ, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 3· ἀνάγ. φάλαγγα, = ἀναπτύσσειν, Πλουτ. Κράσσ. 23. 10) μύρια τάλαντα εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀνήγαγεν, τὰ ἀνεβίβασεν εἰς τὴν ἀκρόπολιν, ὅ ἐ. τὰ ἐπλήρωσεν εἰς τὸ [[ἐκεῖ]] [[ταμεῖον]], Δημ. 35. 7. 11) ἄγω τινὰ συλληφθέντα [[ὅπως]] δικασθῇ, Ξενοφ. Ἑλλ. 2. 4, 8., 3. 3, 11, Πολύβ., κτλ. ΙΙ. ἄγω [[ὀπίσω]], [[ἐπανάγω]], ἀνήγαγον [[αὖτις]] Ἄργος ἐς ἱππόβοτον Ἰλ. Ο. 29· [[οὕτως]] Ὀδ. Ω. 401, Πινδ. Π. 5, 4, καὶ Ἀττ. 2) τὸν λόγον ἐπ’ ἀρχὴν ἀν., [[φέρω]] αὐτὸν [[ὀπίσω]] ἐπὶ τὴν [[ἑαυτοῦ]] [[ἀρχήν]], Πλάτ. Νόμ. 626D· εἰς ἄλλας ἀρχὰς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 5, 6, πρβλ. Γεν. Ζ. 5. 1, 4, καὶ ἀλλ., εἰς γνωριμώτερον ὁ αὐτ. Μεταφ. 6. 16, 3, καὶ ἀλλ. 3) ἀνάγ. τι εἰς τὸν δῆμον, Λατ. ad populum referre, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 4, 29: ― [[οὕτως]] ἐπὶ προσώπων, ἀν. τινὰ ἐπὶ τὴν συγγραφήν, [[παραπέμπω]] αὐτὸν εἰς τοὺς ὅρους τοῦ συμβ., Δημ. 1292. 12· ἀνάγ. τι εἴς τινα, [[ἀναφέρω]], ἀποδίδω πρᾶξίν τινα εἰς τὸν πράξαντα, ὁ αὐτ. 1126. 4· εἰς αὐτὸν τὴν ἀρχὴν [τῆς πράξεως] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 17· 4) [[φέρω]] συλλογισμόν τινα εἰς τὸ πρῶτον [[σχῆμα]], ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 32, 1, καὶ ἀλλ. 5) ἀναγωγὴν ποιοῦμαι, ἀναφέρομαι εἰς τοὺς ἄρχοντας ἀπαιτῶν νὰ δώσω [[ὀπίσω]] δοῦλον ὃν ἠγόρασα καὶ νὰ [[λάβω]] παρὰ τοῦ πωλήσαντος τὰ χρήματά μου, [[διότι]] ὁ [[δοῦλος]] εἶχε [[πάθος]] τι ἀνίατον, Λατ. redhibere, Πλάτ. Νομ. 916Α· [[ἀναγωγή]], ἴδε Α. Β. σ. 214 ἐν λέξεσιν ἀνάγειν καὶ [[ἀναγωγή]]. 6) ἀνοικοδομῶ, Πλουτ. Ποπλικ. 15, Κάμιλλ. 32: [[ἁπλῶς]] οἰκοδομῶ, ὁ αὐτ. Νικ. 18. 7) ὑπολογίζω, [[λογαριάζω]], ἀνάγ. τὰς ἡμέρας πρὸς τὸ [[μαντεῖον]] Πλουτ. Κίμ. 18· χρόνων ἐκ τῶν Ὀλυμπιονικῶν ὁ αὐτ. Νουμᾶς 1· ἀν. εἰς ἀσφάλειαν, βασίζομαι, στηρίζομαι ἐπὶ τῆς ἀσφαλείας.., ὁ αὐτ. Βροῦτ. 12. 8) ἀμετάβ. (ἐνν. ἑαυτόν), [[ἀνάγω]] ἐμαυτόν, ὑποχωρῶ, ὀπισθοχωρῶ, Λατ. referre pedem, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 45, κτλ.· ἐπὶ [[πόδα]] ἀν., ὑποχωρῶ ἔχων τὸ [[πρόσωπον]] πρὸς τοὺς πολεμίους, χωρὶς νὰ στρέψω πρὸς αὐτοὺς τὰ νῶτα, «πηγαίνω [[ὀπίσω]] [[ὀπίσω]]», [[αὐτόθι]] 3. 3, 69· ἀνάγ. ἐπὶ [[σκέλος]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 383: μεταγ. ἄναγε [[τοίνυν]].. εἰς [[τοὐπίσω]], [[ἴσως]] ναυτικὴ [[φράσις]], «[[κάμε]] λοιπὸν πανιὰ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]]», γύρισε λοιπὸν [[ὀπίσω]], Πλάτ. Πολ. 528Α. β) [[φέρω]] [[ὀπίσω]], [[περιορίζω]] εἰς μικρὸν [[μέτρον]] ἢ [[μέγεθος]], [[συστέλλω]]· ἀνάγ. ὡς εἰς ἐλάχιστον Δημ. 783. 20. B. Μέσ. καὶ παθ. [[ἀποπλέω]], «[[κάμνω]] πανιά» (ἴδε ἀνωτ. 1. 2.), Ἰλ. Α. 478, Ἡρόδ. 3. 37, Θουκ. 6. 30, κτλ.· ἀναχθῆναι Ἡρόδ. 3. 138., 4. 152· ἀναχθεὶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 626. 2) μεταφ. «ἀνοίγω πανιά», ἑτοιμάζομαι, ὡς ἐρωτήσων Πλάτ. Χαρμ. 155D, πρβλ. Ἐρυξ. 392D.
|lstext='''ἀνάγω''': μέλλ. ἀνάξω Αἰσχύλ. Χο. 131: ἀόρ. ἀνήγαγον, κτλ.: (ἴδε ἄγω): - ἀντιτίθεται τῷ [[κατάγω]]. 1) ἄγω ἄνω ἐκ τόπου χαμηλοτέρου εἰς ὑψηλότερον, ἐς Ὄλυμπον Θέογν. 1347, Εὐρ. Βάκχ. 289· πρὸς τὸ [[ὄρος]] Ξεν. Ἀν. 3. 4, 28· ἱερὸν ἀναγ. [[ξόανον]], [[φέρω]] τὸν δούρειον ἵππον ἄνω πρὸς τὴν ἀκρόπολιν, Εὐρ. Τρῳ. 525 ὁ [[πέπλος]] ἀνάγεται εἰς τὴν ἀκρόπολιν Πλάτ. Εὐθύφρ. 6C. 2) ἄγω τὸ [[πλοῖον]] ἀπὸ τῆς παραλίας εἰς τὸ [[πέλαγος]], «βγαίνω εἰς τἀνοικτά», [[ἐκπλέω]], ἄγω διὰ θαλάσσης εἰς [[ἄλλην]] χώραν, λαὸν ἀνήγαγεν ἐνθάδ’ ἀείρας Ἰλ. Ι. 338· γυναῖκ’ εὐειδέ’ ἀνῆγες ἐξ ἀπίης γαίης Γ. 48, πρβλ. Ζ. 292· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 7. 10, 8, κτλ.· ἀλλὰ [[συχνάκις]] = τῷ ἁπλῷ ἄγω, ὁδηγῶ, [[φέρω]] εἴς τινα τόπον, ὡς ἐν Ἰλ. Θ. 203, Ὀδ. Γ. 272: - ἡ [[φράσις]] ἀνάγ. ναῦν, ἀπαίρειν, ἐξορμίζειν τὴν ναῦν, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 6. 12., 7. 100· [[ὅστις]] [[ἐπίσης]] μεταχειρίζεται τὸ ἀνάγειν ἀπολ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, 3. 41., 8. 76, πρβλ. Δημ. 677. 5· - ἀλλὰ τὸ τοιοῦτον [[εἶναι]] κοινότερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ. 3) ἄγω ἐκ τῆς παραλίας εἰς τὰ ἐνδότερα, Ὀδ. Ξ. 272, Ἡρόδ. 6. 30, 119· ἰδίως ἐκ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας εἰς τὴν κεντρικὴν Ἀσίαν, ἀνάγ. παρὰ ἢ ὡς βασιλέα Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 6, Ἀν. 2. 6, 1, κτλ. 4) [[ἀναβιβάζω]], ἰδίως ἀπὸ τῶν νεκρῶν, ἀνάγ. εἰς [[φάος]] Ἡσ. Θ. 626· εἰς φῶς Πλάτ. Πολ. 521C· τῶν φθιμένων ἀνάγ. τινὰ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1023· [[ὡσαύτως]], κλίνει τε κἀνάγει [[πάλιν]], καταβιβάζει καὶ [[πάλιν]] ἀναβιβάζει, Σοφ. Αἴ. 131, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 989· ἀνάγ. ἐκ λεχέων, ἀνάγει φάμαν, ἀνεγείρει, ἀφυπνίζει, Πινδ. Ι. 4. 37 (3. 40). 5) [[σύρω]] χορόν, ἄναγον χορὸν ἱμερόεντα, «ἔσυρναν τὸν χορόν» Ἡσ. Ἀσπ. 280, Εὐρ. Τρῳ. 325 (πρβλ. 332), Θουκ. 3. 104· [[ὡσαύτως]], ἀνάγ. θυσίαν, ἑορτήν, θύειν, πανηγυρίζειν, Ἡρόδ. 2. 60, 61, καὶ ἀλλ. 6) [[ἐγείρω]], σηκώνω, [[κάρα]] Σοφ. Φ. 866· τὸ [[ὄμμα]] ἀνάγ. ἄνω Πλάτ. Πολ. 533D· ἀν. τὰς ὀφρῦς = ἀνασπᾶν, Πλούτ. 2. 975C. 7) [[ἀναμέλπω]], [[ὁμοῦ]] δὲ παιᾶνα παιᾶν’ ἀνάγετ’, ὦ παρθένοι, Σοφ. Τρ. 210, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 963, Εὐρ. Ἠλ. 126. 8) ἀνάγ. εἰς τιμήν, ἀνυψῶ εἰς τιμήν, Πλουτ. Νουμᾶς 16· τίμιον ἀνάγ. τινὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1333· ἀνάγ. τινὰ εἰς φιλοσοφίαν Πλάτ. Πολ. 529Α· εἰς μέτρα θ’ ἥβης ὡς ἀνηγόμην, ἀνετρεφόμην.., Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 193. 9) μετὰ ποικίλων σημασιῶν, ἀνάγ. ὀδόντας, ὀδοντοφυῶ, κοινῶς «βγάζω ’δόντια» Ἱππ. Ἀφ. 1248· ἀνάγ. [[αἷμα]], ἐμῶ, «ξερνῶ» [[αἷμα]], Πλουτ. Κλεομ. 30· ἀνάγ. ποταμόν, ἀνυψῶ τὸ [[ὕδωρ]] ποταμοῦ, [[κάμνω]] αὐτὸν νὰ ὑπερχειλίσῃ, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 3· ἀνάγ. φάλαγγα, = ἀναπτύσσειν, Πλουτ. Κράσσ. 23. 10) μύρια τάλαντα εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀνήγαγεν, τὰ ἀνεβίβασεν εἰς τὴν ἀκρόπολιν, ὅ ἐ. τὰ ἐπλήρωσεν εἰς τὸ [[ἐκεῖ]] [[ταμεῖον]], Δημ. 35. 7. 11) ἄγω τινὰ συλληφθέντα [[ὅπως]] δικασθῇ, Ξενοφ. Ἑλλ. 2. 4, 8., 3. 3, 11, Πολύβ., κτλ. ΙΙ. ἄγω [[ὀπίσω]], [[ἐπανάγω]], ἀνήγαγον [[αὖτις]] Ἄργος ἐς ἱππόβοτον Ἰλ. Ο. 29· [[οὕτως]] Ὀδ. Ω. 401, Πινδ. Π. 5, 4, καὶ Ἀττ. 2) τὸν λόγον ἐπ’ ἀρχὴν ἀν., [[φέρω]] αὐτὸν [[ὀπίσω]] ἐπὶ τὴν [[ἑαυτοῦ]] [[ἀρχήν]], Πλάτ. Νόμ. 626D· εἰς ἄλλας ἀρχὰς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 5, 6, πρβλ. Γεν. Ζ. 5. 1, 4, καὶ ἀλλ., εἰς γνωριμώτερον ὁ αὐτ. Μεταφ. 6. 16, 3, καὶ ἀλλ. 3) ἀνάγ. τι εἰς τὸν δῆμον, Λατ. ad populum referre, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 4, 29: ― [[οὕτως]] ἐπὶ προσώπων, ἀν. τινὰ ἐπὶ τὴν συγγραφήν, [[παραπέμπω]] αὐτὸν εἰς τοὺς ὅρους τοῦ συμβ., Δημ. 1292. 12· ἀνάγ. τι εἴς τινα, [[ἀναφέρω]], ἀποδίδω πρᾶξίν τινα εἰς τὸν πράξαντα, ὁ αὐτ. 1126. 4· εἰς αὐτὸν τὴν ἀρχὴν [τῆς πράξεως] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 17· 4) [[φέρω]] συλλογισμόν τινα εἰς τὸ πρῶτον [[σχῆμα]], ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 32, 1, καὶ ἀλλ. 5) ἀναγωγὴν ποιοῦμαι, ἀναφέρομαι εἰς τοὺς ἄρχοντας ἀπαιτῶν νὰ δώσω [[ὀπίσω]] δοῦλον ὃν ἠγόρασα καὶ νὰ [[λάβω]] παρὰ τοῦ πωλήσαντος τὰ χρήματά μου, [[διότι]] ὁ [[δοῦλος]] εἶχε [[πάθος]] τι ἀνίατον, Λατ. redhibere, Πλάτ. Νομ. 916Α· [[ἀναγωγή]], ἴδε Α. Β. σ. 214 ἐν λέξεσιν ἀνάγειν καὶ [[ἀναγωγή]]. 6) ἀνοικοδομῶ, Πλουτ. Ποπλικ. 15, Κάμιλλ. 32: [[ἁπλῶς]] οἰκοδομῶ, ὁ αὐτ. Νικ. 18. 7) ὑπολογίζω, [[λογαριάζω]], ἀνάγ. τὰς ἡμέρας πρὸς τὸ [[μαντεῖον]] Πλουτ. Κίμ. 18· χρόνων ἐκ τῶν Ὀλυμπιονικῶν ὁ αὐτ. Νουμᾶς 1· ἀν. εἰς ἀσφάλειαν, βασίζομαι, στηρίζομαι ἐπὶ τῆς ἀσφαλείας.., ὁ αὐτ. Βροῦτ. 12. 8) ἀμετάβ. (ἐνν. ἑαυτόν), [[ἀνάγω]] ἐμαυτόν, ὑποχωρῶ, ὀπισθοχωρῶ, Λατ. referre pedem, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 45, κτλ.· ἐπὶ [[πόδα]] ἀν., ὑποχωρῶ ἔχων τὸ [[πρόσωπον]] πρὸς τοὺς πολεμίους, χωρὶς νὰ στρέψω πρὸς αὐτοὺς τὰ νῶτα, «πηγαίνω [[ὀπίσω]] [[ὀπίσω]]», [[αὐτόθι]] 3. 3, 69· ἀνάγ. ἐπὶ [[σκέλος]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 383: μεταγ. ἄναγε [[τοίνυν]].. εἰς [[τοὐπίσω]], [[ἴσως]] ναυτικὴ [[φράσις]], «[[κάμε]] λοιπὸν πανιὰ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]]», γύρισε λοιπὸν [[ὀπίσω]], Πλάτ. Πολ. 528Α. β) [[φέρω]] [[ὀπίσω]], [[περιορίζω]] εἰς μικρὸν [[μέτρον]] ἢ [[μέγεθος]], [[συστέλλω]]· ἀνάγ. ὡς εἰς ἐλάχιστον Δημ. 783. 20. B. Μέσ. καὶ παθ. [[ἀποπλέω]], «[[κάμνω]] πανιά» (ἴδε ἀνωτ. 1. 2.), Ἰλ. Α. 478, Ἡρόδ. 3. 37, Θουκ. 6. 30, κτλ.· ἀναχθῆναι Ἡρόδ. 3. 138., 4. 152· ἀναχθεὶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 626. 2) μεταφ. «ἀνοίγω πανιά», ἑτοιμάζομαι, ὡς ἐρωτήσων Πλάτ. Χαρμ. 155D, πρβλ. Ἐρυξ. 392D.
}}
}}
{{bailly
{{bailly