Anonymous

ἐνεῖδον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνεῖδον''': ἀόρ, β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ χρησιμοποιεῖται τὸ [[ἐνοράω]], [[βλέπω]] ἢ παρατηρῶ ἔν τινι, [[ὅπερ]] καὶ ἐν τῷ Παυσανίᾳ [[ἐνεῖδον]] Θουκ. 1. 95· κακόνοιάν τινα ἐνιδόντας Ξεν. Ἀν 7. 7, 45· ἀπολ., παρατηρῶ, [[προβλέπω]], Σοφ. Φιλ. 854· [[μετὰ]] μετοχ., πλέον [[ἐνεῖδον]] σχήσοντες Θουκ. 7. 36· μετ’ ἀπαρ., ἃ ἀρωγὰ ἐνείδομεν... ἔσεσθαι [[αὐτόθι]] 62.
|lstext='''ἐνεῖδον''': ἀόρ, β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ χρησιμοποιεῖται τὸ [[ἐνοράω]], [[βλέπω]] ἢ παρατηρῶ ἔν τινι, [[ὅπερ]] καὶ ἐν τῷ Παυσανίᾳ [[ἐνεῖδον]] Θουκ. 1. 95· κακόνοιάν τινα ἐνιδόντας Ξεν. Ἀν 7. 7, 45· ἀπολ., παρατηρῶ, [[προβλέπω]], Σοφ. Φιλ. 854· μετὰ μετοχ., πλέον [[ἐνεῖδον]] σχήσοντες Θουκ. 7. 36· μετ’ ἀπαρ., ἃ ἀρωγὰ ἐνείδομεν... ἔσεσθαι [[αὐτόθι]] 62.
}}
}}
{{bailly
{{bailly