Anonymous

ἔξοδος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔξοδος''': ἡ, τὸ ἐξέρχεσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[εἴσοδος]], Σοφ. Αἴ. 798, 806, κτλ.· ἐκ τῆς χώρης Ἡρόδ. 1. 94· ἔστι... [[λήθη]] μνήμης ἐξ. Πλάτ. Φίλ. 33Ε· ἐπιστήμης ἐξ. ὁ αὐτ. Συμπ. 208Ε. 2) στρατιωτικὴ [[ἔξοδος]] ἢ ἐκστρατεί, ἔξ. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 9. 19, 26, Θουκ. 3. 5, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 579· τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξ. ποιεῖσθαι, ἐπὶ τοῦ Λεωνίδου, Ἡρόδ. 7. 223· ἔξ. ἐξελθεῖν Ξεν. Ἑλλην. 1. 2, 17· ἐξόδους ἕρπειν κενὰς Σοφ. Αἴ. 287· τὴν ἐπ’ Ὠρεὸν ἔξοδον Δημ. 252. 4· ἔξοδοι πεζαὶ ὁ αὐτὸς 259. 20: [[ὡσαύτως]], [[ἐπίθεσις]] ἐκ μέρους πολιορκουμένων, [[ἔξοδος]], Θουκ. 5. 10. 3) [[μετὰ]] πομπῆς [[ἔξοδος]], Ἡρόδ. 3. 14· ἰδίως γυναικῶν ὑψηλῆς τάξεως [[μετὰ]] τῆς ἀκολουθίας αὐτῶν. Πλάτ. Νόμοι 784D, Θεφράστ. Χαρακ. 22· ἐξόδους λαμπρὰς ἐξιοῦσαν Δημ. 1182. 27· ἐτέθη δὲ καὶ [[νόμος]] ὑπὸ τοῦ Σόλωνος πρὸς διακανόνισιν τῶν τοιαύτων ἐξόδων, Πλουτ. Σόλ. 21: πρβλ. [[ἐξοδεύω]]. ΙΙ. [[μέρος]] δι’ οὗ ἐξέρχεταί τις, [[ἔξοδος]], Λατ. exitus, Ἡρόδ. 2. 148· πυλῶν ἐπ’ ἐξόδους Αἰσχύλ. Θήβ. 33, πρβλ. 58, 284· πρὸς θυρῶνος ἐξόδοις Σοφ. Ἠλ. 328· ἐπὶ ποταμοῦ, [[ἔξοδος]] εἰς θάλασσαν Ἡρόδ. 7. 130· ἡ Ἀρκαδία οὐκ ἔχει ἐξόδους τοῖς ὕδασιν Ἀριστ. Προβλ. 26. 58. 2) [[τρόπος]] [[ὅπως]] διέλθῃ τις ἔκ τινος δυσκολίας, [[διέξοδος]], [[φέρε]] δή, ἦν δ’ ἐγώ, ἐάν πῃ εὕρωμεν τὴν ἔξοδον Πλάτ. Πολ. 453Ε· αλλ’ ἡ ἔξ. τῶν λόγων, τὸ [[ἀποτέλεσμα]], ἡ [[ἔκβασις]] ἐρεύνης, ὁ αὐτὸς Πρωτ. 361Α. 3) τὰ μέρη δι’ ὧν ἐξέρχονται ἐκ τοῦ σώματος τὰ περιττώματα [[εἴτε]] ξηρὰ [[εἴτε]] [[ὑγρά]], ὁ πρωκτὸς καὶ τὰ γεννητικὰ μόρια, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 20., 4. 12, 16· τῆς τροφῆς ὁ αὐτὸς π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2, 17, 7· καὶ ἀπολ., [[αὐτόθι]] 4. 7, 11, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ἐπὶ ἄλλων ἐξόδων ἐν τῷ σώματι, [[αὐτόθι]] 7. 8, 3. κ. ἀλλ. ΙΙΙ. [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ Λατ. exitus, [[πέρας]], [[τέλος]], ἐπ’ ἐξόδῳ [[εἶναι]] Θουκ. 5. 14· ἐπ’ ἐξόδῳ τῆς ἀρχῆς Ξεν. Ἑλλην. 5. 4, 4· ἐπ’ ἐξόδῳ (κοινῶς -ου) τοῦ ζῆν Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 2· ἀπολ., [[ἔξοδος]] ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, [[θάνατος]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. Θ΄. 31, Ἐπιστ. Β΄, Πέτρ. α΄, 15· - ἐκφορὰ νεκροῦ, = ἐξόδιον, Ἀποστ. Διαταγ. 5. 30. 2) τὸ [[τέλος]] ἢ τὸ [[συμπέρασμα]] συλλογισμοῦ τινος ἢ ἐπιχειρήματος, Πλάτ. Πρωτ. 316Α. 3) [[ἔξοδος]] δὲ [[μέρος]] ὅλον τραγῳδίας μεθ’ ὃ οὐκ ἔστι χοροῦ [[μέλος]] Ἀριστ. Ποιητ. 12, πρβλ. [[πάροδος]]· ἔξοδον αὐλεῖν, προπέμπειν [[μετὰ]] τοῦ αὐλοῦ, «[[ἔθος]] δὲ ἦν ταῖς ἐξόδοις τῶν τῆς τραγῳδίας χορικῶν προσώπων προηγεῖσθαι αὐλητήν, [[ὥστε]] αὐλοῦντα προπέμπειν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 582 (580). IV. [[δαπάνη]], ἔξοδον, Πολύβ. 6. 13, 2· πρβλ. [[ἐξοδάω]], [[ἐξοδιάζω]]. V. Ἔξοδος, τὸ β΄ [[βιβλίον]] τῆς Πεντατεύχου, ὡς περιέχον τὴν ἔξοδον τῶν Ἑβραίων ἐξ Αἰγύπτου.
|lstext='''ἔξοδος''': ἡ, τὸ ἐξέρχεσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[εἴσοδος]], Σοφ. Αἴ. 798, 806, κτλ.· ἐκ τῆς χώρης Ἡρόδ. 1. 94· ἔστι... [[λήθη]] μνήμης ἐξ. Πλάτ. Φίλ. 33Ε· ἐπιστήμης ἐξ. ὁ αὐτ. Συμπ. 208Ε. 2) στρατιωτικὴ [[ἔξοδος]] ἢ ἐκστρατεί, ἔξ. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 9. 19, 26, Θουκ. 3. 5, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 579· τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξ. ποιεῖσθαι, ἐπὶ τοῦ Λεωνίδου, Ἡρόδ. 7. 223· ἔξ. ἐξελθεῖν Ξεν. Ἑλλην. 1. 2, 17· ἐξόδους ἕρπειν κενὰς Σοφ. Αἴ. 287· τὴν ἐπ’ Ὠρεὸν ἔξοδον Δημ. 252. 4· ἔξοδοι πεζαὶ ὁ αὐτὸς 259. 20: [[ὡσαύτως]], [[ἐπίθεσις]] ἐκ μέρους πολιορκουμένων, [[ἔξοδος]], Θουκ. 5. 10. 3) μετὰ πομπῆς [[ἔξοδος]], Ἡρόδ. 3. 14· ἰδίως γυναικῶν ὑψηλῆς τάξεως μετὰ τῆς ἀκολουθίας αὐτῶν. Πλάτ. Νόμοι 784D, Θεφράστ. Χαρακ. 22· ἐξόδους λαμπρὰς ἐξιοῦσαν Δημ. 1182. 27· ἐτέθη δὲ καὶ [[νόμος]] ὑπὸ τοῦ Σόλωνος πρὸς διακανόνισιν τῶν τοιαύτων ἐξόδων, Πλουτ. Σόλ. 21: πρβλ. [[ἐξοδεύω]]. ΙΙ. [[μέρος]] δι’ οὗ ἐξέρχεταί τις, [[ἔξοδος]], Λατ. exitus, Ἡρόδ. 2. 148· πυλῶν ἐπ’ ἐξόδους Αἰσχύλ. Θήβ. 33, πρβλ. 58, 284· πρὸς θυρῶνος ἐξόδοις Σοφ. Ἠλ. 328· ἐπὶ ποταμοῦ, [[ἔξοδος]] εἰς θάλασσαν Ἡρόδ. 7. 130· ἡ Ἀρκαδία οὐκ ἔχει ἐξόδους τοῖς ὕδασιν Ἀριστ. Προβλ. 26. 58. 2) [[τρόπος]] [[ὅπως]] διέλθῃ τις ἔκ τινος δυσκολίας, [[διέξοδος]], [[φέρε]] δή, ἦν δ’ ἐγώ, ἐάν πῃ εὕρωμεν τὴν ἔξοδον Πλάτ. Πολ. 453Ε· αλλ’ ἡ ἔξ. τῶν λόγων, τὸ [[ἀποτέλεσμα]], ἡ [[ἔκβασις]] ἐρεύνης, ὁ αὐτὸς Πρωτ. 361Α. 3) τὰ μέρη δι’ ὧν ἐξέρχονται ἐκ τοῦ σώματος τὰ περιττώματα [[εἴτε]] ξηρὰ [[εἴτε]] [[ὑγρά]], ὁ πρωκτὸς καὶ τὰ γεννητικὰ μόρια, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 20., 4. 12, 16· τῆς τροφῆς ὁ αὐτὸς π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2, 17, 7· καὶ ἀπολ., [[αὐτόθι]] 4. 7, 11, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ἐπὶ ἄλλων ἐξόδων ἐν τῷ σώματι, [[αὐτόθι]] 7. 8, 3. κ. ἀλλ. ΙΙΙ. [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ Λατ. exitus, [[πέρας]], [[τέλος]], ἐπ’ ἐξόδῳ [[εἶναι]] Θουκ. 5. 14· ἐπ’ ἐξόδῳ τῆς ἀρχῆς Ξεν. Ἑλλην. 5. 4, 4· ἐπ’ ἐξόδῳ (κοινῶς -ου) τοῦ ζῆν Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 2· ἀπολ., [[ἔξοδος]] ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, [[θάνατος]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. Θ΄. 31, Ἐπιστ. Β΄, Πέτρ. α΄, 15· - ἐκφορὰ νεκροῦ, = ἐξόδιον, Ἀποστ. Διαταγ. 5. 30. 2) τὸ [[τέλος]] ἢ τὸ [[συμπέρασμα]] συλλογισμοῦ τινος ἢ ἐπιχειρήματος, Πλάτ. Πρωτ. 316Α. 3) [[ἔξοδος]] δὲ [[μέρος]] ὅλον τραγῳδίας μεθ’ ὃ οὐκ ἔστι χοροῦ [[μέλος]] Ἀριστ. Ποιητ. 12, πρβλ. [[πάροδος]]· ἔξοδον αὐλεῖν, προπέμπειν μετὰ τοῦ αὐλοῦ, «[[ἔθος]] δὲ ἦν ταῖς ἐξόδοις τῶν τῆς τραγῳδίας χορικῶν προσώπων προηγεῖσθαι αὐλητήν, [[ὥστε]] αὐλοῦντα προπέμπειν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 582 (580). IV. [[δαπάνη]], ἔξοδον, Πολύβ. 6. 13, 2· πρβλ. [[ἐξοδάω]], [[ἐξοδιάζω]]. V. Ἔξοδος, τὸ β΄ [[βιβλίον]] τῆς Πεντατεύχου, ὡς περιέχον τὴν ἔξοδον τῶν Ἑβραίων ἐξ Αἰγύπτου.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἔξοδος:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> место выхода, выход (ἔ. [[κατάγειος]] Plut.): πυλῶν ἔ. Aesch., Eur. или θυρῶνος ἔ. Soph. выходные ворота; ἔ. ἐς θάλασσαν Her. место впадения (реки) в море, устье; ἀποκλεισθεὶς ἐξόδου Arst. не имеющий выхода, запертый;<br /><b class="num">2)</b> анат. выходное отверстие (ἡ τῶν περιττωμάτων ἔ. Arst.);<br /><b class="num">3)</b> физиол. выделение (τῆς σπερματικῆς περιττώσεως Arst.);<br /><b class="num">4)</b> рождение, появление на свет (τοῦ ἐμβρύου Arst.);<br /><b class="num">5)</b> уход, удаление, выход (ἐκ τῆς χώρης Her.): καλλίονες εἴσοδοι τῶν ἐξόδων Eur. приходить (в родной дом) приятнее, чем уходить;<br /><b class="num">6)</b> воен. (тж. ἡ πολεμικὴ ἔ. Arst.) отправление, поход (ἔξοδοι καὶ ἀγῶνες Plut.): τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι Her. идти на смертный бой; ἐξόδους ἕρπειν κενάς Soph. наступать впустую, т. е. не имея перед собой противника;<br /><b class="num">7)</b> вылазка (ἔξοδον ποιεῖσθαι Thuc.);<br /><b class="num">8)</b> (торжественное) шествие, процессия (ἔξοδοι λαμπραί Dem.): ἐπ᾽ ἐξόδῳ Her. во время торжественного выхода;<br /><b class="num">9)</b> исход, развязка, окончание, конец: ἐπ᾽ ἐξόδῳ τῆς ἀοχῆς Xen. с окончанием срока полномочий; ἐπ᾽ ἐξόδῳ οἶναι Thuc. быть на исходе, кончаться;<br /><b class="num">10)</b> театр. эксод, уход хора (заключительная часть трагедии) (ἔστιν ἔ. [[μέρος]] τραγῳδίας μεθ᾽ ὃ οὐκ [[ἔστι]] χοροῦ [[μέλος]] Arst.; ἔξοδον αὐλεῖν τινι Arph.);<br /><b class="num">11)</b> прекращение, исчезновение ([[λήθη]] ἐπιστήμης ἔ., sc. ἐστιν Plat.);<br /><b class="num">12)</b> кончина, смерть ([[μετὰ]] τὴν ἐμὴν ἔξοδον NT);<br /><b class="num">13)</b> расход, платеж (οὐδεμίαν ποιεῖν ἔξοδον Polyb.).
|elrutext='''ἔξοδος:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> место выхода, выход (ἔ. [[κατάγειος]] Plut.): πυλῶν ἔ. Aesch., Eur. или θυρῶνος ἔ. Soph. выходные ворота; ἔ. ἐς θάλασσαν Her. место впадения (реки) в море, устье; ἀποκλεισθεὶς ἐξόδου Arst. не имеющий выхода, запертый;<br /><b class="num">2)</b> анат. выходное отверстие (ἡ τῶν περιττωμάτων ἔ. Arst.);<br /><b class="num">3)</b> физиол. выделение (τῆς σπερματικῆς περιττώσεως Arst.);<br /><b class="num">4)</b> рождение, появление на свет (τοῦ ἐμβρύου Arst.);<br /><b class="num">5)</b> уход, удаление, выход (ἐκ τῆς χώρης Her.): καλλίονες εἴσοδοι τῶν ἐξόδων Eur. приходить (в родной дом) приятнее, чем уходить;<br /><b class="num">6)</b> воен. (тж. ἡ πολεμικὴ ἔ. Arst.) отправление, поход (ἔξοδοι καὶ ἀγῶνες Plut.): τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι Her. идти на смертный бой; ἐξόδους ἕρπειν κενάς Soph. наступать впустую, т. е. не имея перед собой противника;<br /><b class="num">7)</b> вылазка (ἔξοδον ποιεῖσθαι Thuc.);<br /><b class="num">8)</b> (торжественное) шествие, процессия (ἔξοδοι λαμπραί Dem.): ἐπ᾽ ἐξόδῳ Her. во время торжественного выхода;<br /><b class="num">9)</b> исход, развязка, окончание, конец: ἐπ᾽ ἐξόδῳ τῆς ἀοχῆς Xen. с окончанием срока полномочий; ἐπ᾽ ἐξόδῳ οἶναι Thuc. быть на исходе, кончаться;<br /><b class="num">10)</b> театр. эксод, уход хора (заключительная часть трагедии) (ἔστιν ἔ. [[μέρος]] τραγῳδίας μεθ᾽ ὃ οὐκ [[ἔστι]] χοροῦ [[μέλος]] Arst.; ἔξοδον αὐλεῖν τινι Arph.);<br /><b class="num">11)</b> прекращение, исчезновение ([[λήθη]] ἐπιστήμης ἔ., sc. ἐστιν Plat.);<br /><b class="num">12)</b> кончина, смерть (μετὰ τὴν ἐμὴν ἔξοδον NT);<br /><b class="num">13)</b> расход, платеж (οὐδεμίαν ποιεῖν ἔξοδον Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj