Anonymous

κυρώνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα"
mNo edit summary
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM κυρῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] έγκυρο, [[δίνω]] σε [[κάτι]] [[κύρος]], [[επικυρώνω]] (α. «ο [[νόμος]] [[πρέπει]] να κυρωθεί από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας» β. «ἡ [[ἐκκλησία]] κυρώσασα ταῡτα διελύθη», <b>Θουκ.</b><br />γ. «ἐκεκύρωτο ὁ [[γάμος]] Κλεισθένεϊ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιβεβαιώνω]], [[πιστοποιώ]], [[διαβεβαιώνω]] («δόμοις ἐμοῑσι τήνδ' ἐκύρωσας φάτιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[αποφασίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με επιχειρήματα ή διδασκαλίες) [[υποστηρίζω]]<br /><b>2.</b> [[παρέχω]] [[κάτι]] σε κάποιον με [[θέρμη]] («παρακαλῶ ὑμᾱς κυρῶσαι εἰς αὐτὸν ἀγάπην», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[υποστηρίζω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>κυροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[εκπληρώνω]] τους σκοπούς μου<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) (σε [[πλειοδοσία]]) κατακυρώνομαι<br />β) προσδιορίζομαι («ποῑ κεκύρωται [[τέλος]];», <b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) αποφασίζομαι («ἐκυρώθη... τηρηθῆναι τὸν νόμον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (η μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) <i>ὁ κυρωθείς</i><br />ο [[πλειοδότης]] στον οποίο κατακυρώνεται αυτό που έχει τεθεί σε [[δημοπρασία]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «κυρῶ [[δίκην]]» — [[εκδίδω]] [[απόφαση]] για [[δίκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κυρῶ</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κῦρος]], ενώ δεν αποκλείεται η [[παραγωγή]] του απευθείας από το θ. <i>κυρ</i>- του <i>κύρ</i>-<i>ιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀνδρ</i>-<i>ωθῆναι</i>: [[ἀνήρ]]). Ως β' συνθετικό απαντά στις [[εξής]] λ: [[ακυρώ]], <i>επικυρώ</i>, [[κατακυρώ]], [[προσκυρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αποκυρώ</i>, [[διακυρώ]], [[εξαγκυρώ]], [[παρακυρώ]], [[συγκυρώ]], [[συνεπικυρώ]], <i>υποκυρώ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>προσεπικυρώ</i> / -<i>ώνω</i>].
|mltxt=(AM κυρῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] έγκυρο, [[δίνω]] σε [[κάτι]] [[κύρος]], [[επικυρώνω]] (α. «ο [[νόμος]] [[πρέπει]] να κυρωθεί από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας» β. «ἡ [[ἐκκλησία]] κυρώσασα ταῦτα διελύθη», <b>Θουκ.</b><br />γ. «ἐκεκύρωτο ὁ [[γάμος]] Κλεισθένεϊ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιβεβαιώνω]], [[πιστοποιώ]], [[διαβεβαιώνω]] («δόμοις ἐμοῑσι τήνδ' ἐκύρωσας φάτιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[αποφασίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με επιχειρήματα ή διδασκαλίες) [[υποστηρίζω]]<br /><b>2.</b> [[παρέχω]] [[κάτι]] σε κάποιον με [[θέρμη]] («παρακαλῶ ὑμᾱς κυρῶσαι εἰς αὐτὸν ἀγάπην», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[υποστηρίζω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>κυροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[εκπληρώνω]] τους σκοπούς μου<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) (σε [[πλειοδοσία]]) κατακυρώνομαι<br />β) προσδιορίζομαι («ποῑ κεκύρωται [[τέλος]];», <b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) αποφασίζομαι («ἐκυρώθη... τηρηθῆναι τὸν νόμον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (η μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) <i>ὁ κυρωθείς</i><br />ο [[πλειοδότης]] στον οποίο κατακυρώνεται αυτό που έχει τεθεί σε [[δημοπρασία]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «κυρῶ [[δίκην]]» — [[εκδίδω]] [[απόφαση]] για [[δίκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κυρῶ</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κῦρος]], ενώ δεν αποκλείεται η [[παραγωγή]] του απευθείας από το θ. <i>κυρ</i>- του <i>κύρ</i>-<i>ιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀνδρ</i>-<i>ωθῆναι</i>: [[ἀνήρ]]). Ως β' συνθετικό απαντά στις [[εξής]] λ: [[ακυρώ]], <i>επικυρώ</i>, [[κατακυρώ]], [[προσκυρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αποκυρώ</i>, [[διακυρώ]], [[εξαγκυρώ]], [[παρακυρώ]], [[συγκυρώ]], [[συνεπικυρώ]], <i>υποκυρώ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>προσεπικυρώ</i> / -<i>ώνω</i>].
}}
}}