Anonymous

δαιδάλεος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[δαιδάλεος]], -α, -ον και [[δαιδάλεος]], -ον)<br />ο δουλεμένος περίτεχνα (α. «στέκουν τα πρόβατα [[οπού]] το [[μάτι]] για δαιδάλεα τα παίρνει από [[μακριά]]», <b>Σολωμ.</b><br />β. «διὰ μὲν ἄρ' ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο», Ιλιάδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) [[ποικιλόχρωμος]], [[κατάστικτος]]<br /><b>2.</b> (για τεχνίτες) επινοητικὸς, [[επιδέξιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος [[ονοματικός]] τ. του [[δαίδαλος]] με [[επίθημα]] -<i>αλεος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αμυγδάλεος</i>, [[υάλεος]] <b>κ.ά.</b>), που πιθ. σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους].
|mltxt=-α, -ο (Α [[δαιδάλεος]], -α, -ον και [[δαιδάλεος]], -ον)<br />ο δουλεμένος περίτεχνα (α. «στέκουν τα πρόβατα [[οπού]] το [[μάτι]] για δαιδάλεα τα παίρνει από [[μακριά]]», <b>Σολωμ.</b><br />β. «διὰ μὲν ἄρ' ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο», Ιλιάδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) [[ποικιλόχρωμος]], [[κατάστικτος]]<br /><b>2.</b> (για τεχνίτες) επινοητικὸς, [[επιδέξιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος [[ονοματικός]] τ. του [[δαίδαλος]] με [[επίθημα]] -<i>αλεος</i> ([[πρβλ]]. <i>αμυγδάλεος</i>, [[υάλεος]] <b>κ.ά.</b>), που πιθ. σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους].
}}
}}
{{lsm
{{lsm