Anonymous

θύρσος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[θύρσος]], πληθ. θύρσοι, οι και μτγν. θύρσα, τά)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> σύνθετη [[πυκνά]] διακλαδισμένη [[ταξιανθία]] της οποίας [[κάθε]] [[είδος]] [[είναι]] διχάσιο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ραβδί]] περιτυλιγμένο με φύλλα κισσού ή αμπελιού που κατέληγε στην [[κορυφή]] σε κώνο πεύκου ([[κουκουνάρι]]), το οποίο ως διονυσιακό [[έμβλημα]] κρατούσαν στις πανηγυρικές πομπές οι λάτρεις του Βάκχου<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κλάδος]], [[ράβδος]]»<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ θύρσοι</i><br /><b>συνεκδ.</b> οι λάτρεις του Διονύσου που πανηγύριζαν [[προς]] τιμήν του κρατώντας θύρσους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[θύρσος]] δεν [[είναι]] ΙΕ προελεύσεως. Εκτός από την ελλ., την έχει δανειστεί και η Χεττιτική (<b>[[πρβλ]].</b> χεττ. <i>tuwarsa</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θυρσάζω]], [[θυρσάριον]], [[θυρσίνη]], <i>θυρσίον</i>, [[θυρσίτης]], [[θυρσίων]], [[θυρσώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[θυρσαχθής]], [[θυρσοειδής]], [[θυρσοκόμος]], [[θυρσόλογχος]], [[θυρσομανής]], [[θυρσοπλήξ]], [[θυρσοτινάκτης]], [[θυρσοφορία]], [[θυρσοφόρος]], [[θυρσοφορώ]], [[θυρσοχαρής]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άθυρσος]], [[εύθυρσος]], [[κακόθυρσος]], [[παρένθυρσος]], [[φιλόθυρσος]].
|mltxt=ο (Α [[θύρσος]], πληθ. θύρσοι, οι και μτγν. θύρσα, τά)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> σύνθετη [[πυκνά]] διακλαδισμένη [[ταξιανθία]] της οποίας [[κάθε]] [[είδος]] [[είναι]] διχάσιο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ραβδί]] περιτυλιγμένο με φύλλα κισσού ή αμπελιού που κατέληγε στην [[κορυφή]] σε κώνο πεύκου ([[κουκουνάρι]]), το οποίο ως διονυσιακό [[έμβλημα]] κρατούσαν στις πανηγυρικές πομπές οι λάτρεις του Βάκχου<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κλάδος]], [[ράβδος]]»<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ θύρσοι</i><br /><b>συνεκδ.</b> οι λάτρεις του Διονύσου που πανηγύριζαν [[προς]] τιμήν του κρατώντας θύρσους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[θύρσος]] δεν [[είναι]] ΙΕ προελεύσεως. Εκτός από την ελλ., την έχει δανειστεί και η Χεττιτική ([[πρβλ]]. χεττ. <i>tuwarsa</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θυρσάζω]], [[θυρσάριον]], [[θυρσίνη]], <i>θυρσίον</i>, [[θυρσίτης]], [[θυρσίων]], [[θυρσώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[θυρσαχθής]], [[θυρσοειδής]], [[θυρσοκόμος]], [[θυρσόλογχος]], [[θυρσομανής]], [[θυρσοπλήξ]], [[θυρσοτινάκτης]], [[θυρσοφορία]], [[θυρσοφόρος]], [[θυρσοφορώ]], [[θυρσοχαρής]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άθυρσος]], [[εύθυρσος]], [[κακόθυρσος]], [[παρένθυρσος]], [[φιλόθυρσος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm