3,273,656
edits
mNo edit summary |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[κατασκευή]])<br /><b>1.</b> το να κατασκευάσει [[κάποιος]] [[κάτι]] από ένα υλικό ή από διάφορα υλικά, το φτειάξιμο, η [[δημιουργία]]<br /><b>2.</b> [[επινόηση]], [[εφεύρημα]] με δόλιους σκοπούς (α. «[[κατασκευή]] ψευδών ειδήσεων» β. «[[κατασκευή]] πληροφοριών»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[γεωμετρική]] [[κατασκευή]]» — η [[χάραξη]] γεωμετρικού σχήματος με τη [[χρήση]] τών κατάλληλων οργάνων<br /><b>νεοελλ.</b><br />η υφή, η [[σύσταση]], η [[φυσική]] [[κατάσταση]] ενός πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προπαρασκευή]], [[ετοιμασία]]<br /><b>2.</b> [[εξάρτηση]], [[εξοπλισμός]]<br /><b>3.</b> (για [[οικοδομή]])<br />το [[χτίσιμο]], η [[πρόοδος]] τών οικοδομικών [[εργασιών]]<br /><b>4.</b> η [[οικοσκευή]], το [[σύνολο]] τών επίπλων και τών σκευών ενός σπιτιού<br /><b>5.</b> [[καθετί]] που παρέχεται, ό,τι χορηγείται<br /><b>6.</b> η έντεχνη [[σύνθεση]] του λόγου, το προσεγμένο ύφος, το κατάλληλο για την [[κάθε]] [[περίπτωση]]<br /><b>7.</b> ορισμένο [[στάδιο]] στην [[προπόνηση]] τών αθλητών, [[συνήθως]] [[κατά]] τη δεύτερη [[μέρα]] της <i>τετράδος</i> τών προπονήσεων, [[κατά]] το οποίο γινόταν [[συστηματική]] [[εξάσκηση]] στις λεπτομέρειες του [[κάθε]] αγωνίσματος<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατασκευή]] τις παρὰ φύσιν» — [[νόσημα]]<br />β) «[[ἄνευ]] κατασκευῆς» — άτεχνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[σκευή]] (<span style="color: red;"><</span> [[σκευή]] «[[εξοπλισμός]]»), | |mltxt=η (AM [[κατασκευή]])<br /><b>1.</b> το να κατασκευάσει [[κάποιος]] [[κάτι]] από ένα υλικό ή από διάφορα υλικά, το φτειάξιμο, η [[δημιουργία]]<br /><b>2.</b> [[επινόηση]], [[εφεύρημα]] με δόλιους σκοπούς (α. «[[κατασκευή]] ψευδών ειδήσεων» β. «[[κατασκευή]] πληροφοριών»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[γεωμετρική]] [[κατασκευή]]» — η [[χάραξη]] γεωμετρικού σχήματος με τη [[χρήση]] τών κατάλληλων οργάνων<br /><b>νεοελλ.</b><br />η υφή, η [[σύσταση]], η [[φυσική]] [[κατάσταση]] ενός πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προπαρασκευή]], [[ετοιμασία]]<br /><b>2.</b> [[εξάρτηση]], [[εξοπλισμός]]<br /><b>3.</b> (για [[οικοδομή]])<br />το [[χτίσιμο]], η [[πρόοδος]] τών οικοδομικών [[εργασιών]]<br /><b>4.</b> η [[οικοσκευή]], το [[σύνολο]] τών επίπλων και τών σκευών ενός σπιτιού<br /><b>5.</b> [[καθετί]] που παρέχεται, ό,τι χορηγείται<br /><b>6.</b> η έντεχνη [[σύνθεση]] του λόγου, το προσεγμένο ύφος, το κατάλληλο για την [[κάθε]] [[περίπτωση]]<br /><b>7.</b> ορισμένο [[στάδιο]] στην [[προπόνηση]] τών αθλητών, [[συνήθως]] [[κατά]] τη δεύτερη [[μέρα]] της <i>τετράδος</i> τών προπονήσεων, [[κατά]] το οποίο γινόταν [[συστηματική]] [[εξάσκηση]] στις λεπτομέρειες του [[κάθε]] αγωνίσματος<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατασκευή]] τις παρὰ φύσιν» — [[νόσημα]]<br />β) «[[ἄνευ]] κατασκευῆς» — άτεχνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[σκευή]] (<span style="color: red;"><</span> [[σκευή]] «[[εξοπλισμός]]»), [[πρβλ]]. <i>επι</i>-[[σκευή]], [[παρασκευή]]. Λειτουργεί ως εκφραστικό της ρηματ. ενέργειας του [[κατασκευάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |