Anonymous

κυλλός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυλλός]], -ή, -όν (AM)<br />αυτός που έχει παραμορφωμένο το ένα του [[χέρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει κάποιο [[ελάττωμα]] στο ένα ή και στα δύο του πόδια, [[κυρίως]] πόδια που λυγίζουν [[προς]] τα έξω από [[αρθρίτιδα]]<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[στρεβλός]], παραμορφωμένος («κυλλὸν οὖς», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> (για [[πράγμα]]) [[αγκυλωτός]], [[στρεπτός]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κυλλά</i><br /><b>(μετρ.)</b> οι χωλίαμβοι<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἔμβαλε κυλλῇ» (ενν. <i>χειρί</i>)<br />[[βάλε]] στο [[κοίλο]] του χεριού, στη [[χούφτα]] του τεντωμένου και με τα δάκτυλα κυρτωμένα χεριού, όπως του επαίτη που ζητεί [[ελεημοσύνη]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. εμφανίζει θ. <i>κυλ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[κυλίνδω]]) και ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>kel</i>- «[[στρέφω]], [[στηρίζω]], [[κυρτός]]». Συνδέεται πιθ. με τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[κελλόν]]- <i>στρεβλόν</i>, <i>πλάγιον</i>, [[καθώς]] και με αρχ.-ινδ. <i>kuni</i>- «[[παράλυτος]] στα χέρια»].
|mltxt=[[κυλλός]], -ή, -όν (AM)<br />αυτός που έχει παραμορφωμένο το ένα του [[χέρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει κάποιο [[ελάττωμα]] στο ένα ή και στα δύο του πόδια, [[κυρίως]] πόδια που λυγίζουν [[προς]] τα έξω από [[αρθρίτιδα]]<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[στρεβλός]], παραμορφωμένος («κυλλὸν οὖς», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> (για [[πράγμα]]) [[αγκυλωτός]], [[στρεπτός]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κυλλά</i><br /><b>(μετρ.)</b> οι χωλίαμβοι<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἔμβαλε κυλλῇ» (ενν. <i>χειρί</i>)<br />[[βάλε]] στο [[κοίλο]] του χεριού, στη [[χούφτα]] του τεντωμένου και με τα δάκτυλα κυρτωμένα χεριού, όπως του επαίτη που ζητεί [[ελεημοσύνη]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. εμφανίζει θ. <i>κυλ</i>- ([[πρβλ]]. [[κυλίνδω]]) και ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>kel</i>- «[[στρέφω]], [[στηρίζω]], [[κυρτός]]». Συνδέεται πιθ. με τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[κελλόν]]- <i>στρεβλόν</i>, <i>πλάγιον</i>, [[καθώς]] και με αρχ.-ινδ. <i>kuni</i>- «[[παράλυτος]] στα χέρια»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm