3,274,399
edits
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που ζει [[χωρίς]] να γίνεται [[αντιληπτός]] από τους άλλους, αυτός που ζει απομονωμένος<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ασκεί αναγνωρισμένο, φανερό [[επάγγελμα]], που έχει μυστικούς, ύποπτους πόρους ζωής<br /><b>3.</b> (για [[εφημερίδα]] ή περιοδικό) αυτός που έχει μηδαμινή [[κυκλοφορία]], ο [[σχεδόν]] [[άγνωστος]] («λαθρόβιο έντυπο»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> <i>το λαθρόβιο</i><br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαθρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), | |mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που ζει [[χωρίς]] να γίνεται [[αντιληπτός]] από τους άλλους, αυτός που ζει απομονωμένος<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ασκεί αναγνωρισμένο, φανερό [[επάγγελμα]], που έχει μυστικούς, ύποπτους πόρους ζωής<br /><b>3.</b> (για [[εφημερίδα]] ή περιοδικό) αυτός που έχει μηδαμινή [[κυκλοφορία]], ο [[σχεδόν]] [[άγνωστος]] («λαθρόβιο έντυπο»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> <i>το λαθρόβιο</i><br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαθρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. <i>ισό</i>-<i>βιος</i>, <i>κοινό</i>-<i>βιος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ειρηναίο Ασώπιο]. | ||
}} | }} |