Anonymous

μάρτυρας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μάρτυς]], πληθ. και μαρτύροι ο, η (AM [[μάρτυς]], Α δωρ. και αιολ. τ. [[μάρτυρ]], επικ. τ. [[μάρτυρος]], Μ και [[μάρτυρας]] και [[μάρτυρος]], θηλ. μαρτύρισσα)<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει [[μαρτυρία]] ή [[πληροφορία]] για [[κάτι]], αυτός που επιβεβαιώνει ή πιστοποιεί [[κάτι]] (α. «πολλοί ήταν αυτόπτες μάρτυρες της απόπειρας δολοφονίας που έγινε [[χτες]]» β. «[[μάρτυρας]] θεοὺς ποιήσομαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υπέστη μαρτύρια και θανατώθηκε για τη χριστιανική [[πίστη]] («ὁ [[μάρτυς]] μου ὁ [[πιστός]], ὃς άπεκτάνθη παρ' ὑμῖν», ΚΔ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δίνει ένορκη [[κατάθεση]] στο δικαστήριο σχετικά με μια εκδικαζόμενη [[υπόθεση]] (α. «πήγα [[μάρτυρας]] στο δικαστήριο» β. «[[μάρτυρας]] υπεράσπισης»)<br /><b>2.</b> αυτός που διώχθηκε ή θυσιάστηκε για μια [[ιδεολογία]] ή για έναν υψηλό σκοπό (α. «μάρτυρες της ελευθερίας» β. «μάρτυρες της δημοκρατίας»)<br /><b>3.</b> αυτός που βασανίζεται, που δεινοπαθεί ή υποφέρει («αυτός ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] [[μάρτυρας]] με όσα έχει περάσει στη ζωή του»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[μάρτυς]] μου ο Θεός» — [[επίκληση]] ή όρκος [[προς]] [[ισχυροποίηση]] της ειλικρίνειας τών λόγων κάποιου<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «δύο μάρτυρες κρεμούν άνθρωπο» — οι ψευδομάρτυρες [[είναι]] επικίνδυνοι<br />β) «έφερε η [[γάτα]] τον ποντικό μάρτυρα» — λέγεται γι' αυτούς που προσάγουν στο δικαστήριο ψευδομάρτυρες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[παρών]] σε κάποιο [[γεγονός]] ή σε κάποια επίσημη [[πράξη]] που γίνεται ενώπιον αρμόδιας αρχής («για την [[έκδοση]] άδειας γάμου απαιτούνται δύο μάρτυρες)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που ενημερώνει ή διδάσκει κάποιον, ο [[κήρυκας]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[ιερέας]] που εξομολογεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> αυτός που βρίσκεται [[απέναντι]] σε κάποιον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μάρτυς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μάρτυρς</i>) με εξακολουθητική [[ανομοίωση]], <b>[[πρβλ]].</b> και δοτ. πληθ. <i>μάρτυσι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μάρτυρσι</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[μαίτυς]]), ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>s</i>)<i>mr</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>mer</i>- «[[θυμάμαι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>smarati</i> «[[θυμάμαι]]» και [[μέριμνα]])]. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι ο τ. <i>μάρτυ</i>-<i>ρος</i> [[είναι]] παράγωγο σε -<i>ρος</i> ενός αμάρτυρου ρηματικού ονόματος <i>μάρ</i>-<i>τυ</i>-, «[[μαρτυρία]]» (για την [[εξέλιξη]] της σημασίας του τ. από «[[μαρτυρία]]» σε «[[μάρτυρας]]», <b>[[πρβλ]].</b> και αγγλ. <i>witness</i>). Ο τ. αυτός έχει επηρεάσει τη [[μορφή]] του αθέματου ονόματος [[μάρτυρ]]. Η δοτ. πληθ. <i>μάρτυσι</i> και η αιτ. <i>μάρτυν</i> ενισχύουν την [[άποψη]] αυτή. Ωστόσο η ύπαρξη του <i>μάρ</i>-<i>τυ</i>- παραμένει υποθετική. Παράλληλα με τις λ. [[μάρτυς]], [[μάρτυρος]] μαρτυρείται και η λ. <i>βίδυ</i>(<i>ι</i>)<i>ος</i> «[[αυτόπτης]] [[μάρτυρας]]», η οποία χρησιμοποιείται [[συχνά]] για θεό που καλείται ως [[μάρτυρας]]. Στον Όμηρο όμως εμφανίζεται και ο τ. [[μάρτυρος]] σε ανάλογη [[χρήση]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μάρτυροι θεοί</i>). Στη χριστιανική [[εποχή]] η λ. [[μάρτυρας]] έλαβε τη [[σημασία]] εκείνου που μαρτυρεί, που διακηρύσσει την [[αλήθεια]] θυσιάζοντας τον εαυτό του. Η εκκλησιαστική Λατινική, [[τέλος]], έχει τη λ. <i>martyr</i> «[[μάρτυρας]]», ενώ η λ. απαντά σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>martyr</i>, ιρλδ. <i>martir</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>martyra</i> <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μαρτυρικός]], [[μαρτυρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαρτύρομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <i>μαρτυρολόγιο</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[μαρτυροποιώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μαρτυρογράφιον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μαρτυρογραμμένος]], [[μαρτυρογραφή]], [[μαρτυρόφρων]]. (Β συνθετικό) [[ψευδομάρτυρας]](-<i>υς</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[άμαρτυς]], [[αυτόμαρτυς]], [[επίμαρτυς]], <i>καλλίμαρτυς</i>, [[σύμμαρτυς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εθνομάρτυρας]], [[ιερομάρτυρας]], [[λιπομάρτυρας]], [[μεγαλομάρτυρας]], [[νεομάρτυρας]], <i>οσιομάρτυρας</i>, [[πρωτομάρτυρας]])].
|mltxt=και [[μάρτυς]], πληθ. και μαρτύροι ο, η (AM [[μάρτυς]], Α δωρ. και αιολ. τ. [[μάρτυρ]], επικ. τ. [[μάρτυρος]], Μ και [[μάρτυρας]] και [[μάρτυρος]], θηλ. μαρτύρισσα)<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει [[μαρτυρία]] ή [[πληροφορία]] για [[κάτι]], αυτός που επιβεβαιώνει ή πιστοποιεί [[κάτι]] (α. «πολλοί ήταν αυτόπτες μάρτυρες της απόπειρας δολοφονίας που έγινε [[χτες]]» β. «[[μάρτυρας]] θεοὺς ποιήσομαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υπέστη μαρτύρια και θανατώθηκε για τη χριστιανική [[πίστη]] («ὁ [[μάρτυς]] μου ὁ [[πιστός]], ὃς άπεκτάνθη παρ' ὑμῖν», ΚΔ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δίνει ένορκη [[κατάθεση]] στο δικαστήριο σχετικά με μια εκδικαζόμενη [[υπόθεση]] (α. «πήγα [[μάρτυρας]] στο δικαστήριο» β. «[[μάρτυρας]] υπεράσπισης»)<br /><b>2.</b> αυτός που διώχθηκε ή θυσιάστηκε για μια [[ιδεολογία]] ή για έναν υψηλό σκοπό (α. «μάρτυρες της ελευθερίας» β. «μάρτυρες της δημοκρατίας»)<br /><b>3.</b> αυτός που βασανίζεται, που δεινοπαθεί ή υποφέρει («αυτός ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] [[μάρτυρας]] με όσα έχει περάσει στη ζωή του»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[μάρτυς]] μου ο Θεός» — [[επίκληση]] ή όρκος [[προς]] [[ισχυροποίηση]] της ειλικρίνειας τών λόγων κάποιου<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «δύο μάρτυρες κρεμούν άνθρωπο» — οι ψευδομάρτυρες [[είναι]] επικίνδυνοι<br />β) «έφερε η [[γάτα]] τον ποντικό μάρτυρα» — λέγεται γι' αυτούς που προσάγουν στο δικαστήριο ψευδομάρτυρες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[παρών]] σε κάποιο [[γεγονός]] ή σε κάποια επίσημη [[πράξη]] που γίνεται ενώπιον αρμόδιας αρχής («για την [[έκδοση]] άδειας γάμου απαιτούνται δύο μάρτυρες)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που ενημερώνει ή διδάσκει κάποιον, ο [[κήρυκας]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[ιερέας]] που εξομολογεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> αυτός που βρίσκεται [[απέναντι]] σε κάποιον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μάρτυς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μάρτυρς</i>) με εξακολουθητική [[ανομοίωση]], [[πρβλ]]. και δοτ. πληθ. <i>μάρτυσι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μάρτυρσι</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[μαίτυς]]), ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>s</i>)<i>mr</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>mer</i>- «[[θυμάμαι]]» ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>smarati</i> «[[θυμάμαι]]» και [[μέριμνα]])]. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι ο τ. <i>μάρτυ</i>-<i>ρος</i> [[είναι]] παράγωγο σε -<i>ρος</i> ενός αμάρτυρου ρηματικού ονόματος <i>μάρ</i>-<i>τυ</i>-, «[[μαρτυρία]]» (για την [[εξέλιξη]] της σημασίας του τ. από «[[μαρτυρία]]» σε «[[μάρτυρας]]», [[πρβλ]]. και αγγλ. <i>witness</i>). Ο τ. αυτός έχει επηρεάσει τη [[μορφή]] του αθέματου ονόματος [[μάρτυρ]]. Η δοτ. πληθ. <i>μάρτυσι</i> και η αιτ. <i>μάρτυν</i> ενισχύουν την [[άποψη]] αυτή. Ωστόσο η ύπαρξη του <i>μάρ</i>-<i>τυ</i>- παραμένει υποθετική. Παράλληλα με τις λ. [[μάρτυς]], [[μάρτυρος]] μαρτυρείται και η λ. <i>βίδυ</i>(<i>ι</i>)<i>ος</i> «[[αυτόπτης]] [[μάρτυρας]]», η οποία χρησιμοποιείται [[συχνά]] για θεό που καλείται ως [[μάρτυρας]]. Στον Όμηρο όμως εμφανίζεται και ο τ. [[μάρτυρος]] σε ανάλογη [[χρήση]] ([[πρβλ]]. <i>μάρτυροι θεοί</i>). Στη χριστιανική [[εποχή]] η λ. [[μάρτυρας]] έλαβε τη [[σημασία]] εκείνου που μαρτυρεί, που διακηρύσσει την [[αλήθεια]] θυσιάζοντας τον εαυτό του. Η εκκλησιαστική Λατινική, [[τέλος]], έχει τη λ. <i>martyr</i> «[[μάρτυρας]]», ενώ η λ. απαντά σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>martyr</i>, ιρλδ. <i>martir</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>martyra</i> <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μαρτυρικός]], [[μαρτυρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαρτύρομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <i>μαρτυρολόγιο</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[μαρτυροποιώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μαρτυρογράφιον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μαρτυρογραμμένος]], [[μαρτυρογραφή]], [[μαρτυρόφρων]]. (Β συνθετικό) [[ψευδομάρτυρας]](-<i>υς</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[άμαρτυς]], [[αυτόμαρτυς]], [[επίμαρτυς]], <i>καλλίμαρτυς</i>, [[σύμμαρτυς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εθνομάρτυρας]], [[ιερομάρτυρας]], [[λιπομάρτυρας]], [[μεγαλομάρτυρας]], [[νεομάρτυρας]], <i>οσιομάρτυρας</i>, [[πρωτομάρτυρας]])].
}}
}}