Anonymous

ἀσκός: Difference between revisions

From LSJ
21 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀσκός]])<br /><b>1.</b> [[σάκος]] από [[δέρμα]] ζώου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[περήφανος]], ο [[φαντασμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυσερό]]<br /><b>2.</b> η [[κοιλιά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀσκὸν δείρειν», «ἀσκὸς δεδάρθαι» — [[γδέρνω]] κάποιον ζωντανό ή τον [[κακοποιώ]] βάναυσα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] της λ. με αρχ. ινδ. <i>άtkα</i>- «[[ενδυμασία]], [[περιβολή]]», αβεστ. <i>aδka</i>-προσκρούει στη φωνητική [[δυσκολία]] <i>tk</i> > <i>σκ</i>, ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] ο τ. [[ασκός]] προέρχεται από ΙΕ. <i>∂</i><sub>2</sub><i>d</i>-<i>ek</i>- / <i>∂</i><sub>2</sub><i>d</i>-<i>ek</i>- (όπου το <i>∂</i><sub>2</sub> αντιπροσωπεύεται στην Ελληνική μεν με το <i>α</i>- στη Χεττιτική δε με το <i>h</i>- στον τ. <i>hatk</i>-). Η [[σύνδεση]] της λ. με το βοιωτικό κύριο όνομα <i>Fασκώνδας</i>, που ανάγεται σε τ. <i>Fαρσκός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>pra</i>-<i>vraska</i>- «[[τομή]]») δεν [[είναι]] ικανοποιητική λόγω της απουσίας του <i>F</i> στον ομηρικό ήδη τ. [[ασκός]]. Επίσης, οι [[περαιτέρω]] συσχετισμοί της λ. με το ρ. <i>ασκέω</i> (-<i>ώ</i>) ή με το [[νάκος]] «[[δέρμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλοσαξ. <i>noesc</i> «[[δέρμα]]») ή με το <i>αγ</i>-<i>σκός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>aja</i>-) φαίνονται αβάσιμοι. Η λ. [[ασκός]] αρχικά δηλώνει «το [[δέρμα]] γδαρμένου ζώου», [[σημασία]] από την οποία προέκυψαν οι έννοιες «[[τουλούμι]], [[ασκός]] για [[κρασί]]» και «[[φυσερό]]» ([[Όμηρος]], Ιων.-Αττική), ενώ [[συχνά]] απαντά με μεταφορική [[χρήση]] για να χαρακτηρίσει «τον μέθυσο» ή «την [[κοιλιά]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασκί]] (-<i>ίον</i>), [[ασκίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασκίδιον]], [[άσκωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ασκοδέτης]], [[ασκοδορώ]], [[ασκοθύλακος]], [[ασκοπήρα]], [[ασκοπυτίνη]], [[ασκοφόρος]]<br />(μσν.νεοελλ.) [[ασκοδάβλα]]].
|mltxt=ο (AM [[ἀσκός]])<br /><b>1.</b> [[σάκος]] από [[δέρμα]] ζώου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[περήφανος]], ο [[φαντασμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυσερό]]<br /><b>2.</b> η [[κοιλιά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀσκὸν δείρειν», «ἀσκὸς δεδάρθαι» — [[γδέρνω]] κάποιον ζωντανό ή τον [[κακοποιώ]] βάναυσα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] της λ. με αρχ. ινδ. <i>άtkα</i>- «[[ενδυμασία]], [[περιβολή]]», αβεστ. <i>aδka</i>-προσκρούει στη φωνητική [[δυσκολία]] <i>tk</i> > <i>σκ</i>, ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] ο τ. [[ασκός]] προέρχεται από ΙΕ. <i>∂</i><sub>2</sub><i>d</i>-<i>ek</i>- / <i>∂</i><sub>2</sub><i>d</i>-<i>ek</i>- (όπου το <i>∂</i><sub>2</sub> αντιπροσωπεύεται στην Ελληνική μεν με το <i>α</i>- στη Χεττιτική δε με το <i>h</i>- στον τ. <i>hatk</i>-). Η [[σύνδεση]] της λ. με το βοιωτικό κύριο όνομα <i>Fασκώνδας</i>, που ανάγεται σε τ. <i>Fαρσκός</i> ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>pra</i>-<i>vraska</i>- «[[τομή]]») δεν [[είναι]] ικανοποιητική λόγω της απουσίας του <i>F</i> στον ομηρικό ήδη τ. [[ασκός]]. Επίσης, οι [[περαιτέρω]] συσχετισμοί της λ. με το ρ. <i>ασκέω</i> (-<i>ώ</i>) ή με το [[νάκος]] «[[δέρμα]]» ([[πρβλ]]. αγγλοσαξ. <i>noesc</i> «[[δέρμα]]») ή με το <i>αγ</i>-<i>σκός</i> ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>aja</i>-) φαίνονται αβάσιμοι. Η λ. [[ασκός]] αρχικά δηλώνει «το [[δέρμα]] γδαρμένου ζώου», [[σημασία]] από την οποία προέκυψαν οι έννοιες «[[τουλούμι]], [[ασκός]] για [[κρασί]]» και «[[φυσερό]]» ([[Όμηρος]], Ιων.-Αττική), ενώ [[συχνά]] απαντά με μεταφορική [[χρήση]] για να χαρακτηρίσει «τον μέθυσο» ή «την [[κοιλιά]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασκί]] (-<i>ίον</i>), [[ασκίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασκίδιον]], [[άσκωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ασκοδέτης]], [[ασκοδορώ]], [[ασκοθύλακος]], [[ασκοπήρα]], [[ασκοπυτίνη]], [[ασκοφόρος]]<br />(μσν.νεοελλ.) [[ασκοδάβλα]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm