Anonymous

ἄλγος: Difference between revisions

From LSJ
14 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ους), το (Α [[ἄλγος]])<br /><b>1.</b> [[σωματικός]] [[πόνος]], [[οδύνη]]<br /><b>2.</b> [[ψυχικός]] [[πόνος]], [[λύπη]], [[θλίψη]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[συνήθως]] στον πληθυντικό) <i>τά ἄλγεα</i><br />ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[λέξη]] [[είναι]] αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. [[ἀλέγω]] «[[φροντίζω]], [[μεριμνώ]]». Συγκεκριμένα πιστεύεται ότι η [[ρίζα]] <i>ἀλγ</i>-αποτελεί μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ἀλεγ</i>- του ρ. [[ἀλέγω]]. Δυσχέρειες στην ετυμολογική αυτή [[σύνδεση]] δημιουργεί η σημασιολ. [[διαφορά]] [[μεταξύ]] του [[ἄλγος]] «[[πόνος]]» και [[ἀλέγω]] «[[μεριμνώ]], [[φροντίζω]]», εφόσον δεν δεχθεί [[κανείς]] την [[άποψη]] ότι η σημ. «[[πονώ]], [[υποφέρω]]» αποτελεί δυνατή [[επέκταση]] της αρχ. σημασίας «[[ενδιαφέρομαι]], [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]]». Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]] οι λέξεις [[ἄλγος]] και [[ἀλέγω]] δεν έχουν [[καμιά]] ετυμολογική [[σχέση]] [[μεταξύ]] τους. Έχουν [[απλώς]] δεχτεί αμοιβαίες επιδράσεις, [[πράγμα]] που [[είναι]] ιδιαίτερα φανερό σε [[σύνθετα]] με [[τέρμα]] -<i>ηλεγής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἀνηλεγής]], [[δυσηλεγής]]). Σημασιολογικά η λ. [[ἄλγος]] δήλωνε στην Αρχαία τόσο τον σωματικό πόνο ([[ἄλγος]] ποδῶν κεφαλῆς</i>) όσο και τον εσωτερικό, [[ψυχικό]] πόνο, τη [[λύπη]], τη [[θλίψη]] — [[ιδίως]] σε πληθ. αριθμό (<b>[[πρβλ]].</b> Οδ. α 4: <i>πολλὰ δ</i>' <i>ὃ γ</i>' <i>ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν</i><br />«κι αρίφνητα τυράννια ετράβηξε στα πέλαγα η [[καρδιά]] του», μετάφρ. Καζαντζάκη-Κακριδή). Με την [[ίδια]] [[σημασία]], του σωματικού και του ψυχικού πόνου, χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία και η λ. [[ὀδύνη]] , συχνότερα [[μάλιστα]] κι αυτή στον πληθυντικό (<i>ὀδύναι</i>). Στη Ν. Ελληνική η [[χρήση]] της λ. [[άλγος]] (με τα ποικίλα σύνθετά της) περιορίστηκε στην επιστημονική (ιατρική) [[κυρίως]] [[ορολογία]], ενώ η λ. [[οδύνη]] (στηριζόμενη κι από το παράγωγο της [[οδυνηρός]]) χρησιμοποιείται λιγότερο στη [[δήλωση]] του ψυχικού [[κυρίως]] πόνου. Τη [[θέση]] τους στη νεοελληνική [[γλώσσα]] πήραν [[κυρίως]] οι λ. [[πόνος]] και <i>βάσανα</i>. Αποτελούν και οι δύο σημασιολογικές εξελίξεις αρχαίων λέξεων, της λ. [[πόνος]] που δήλωνε «τον μόχθο, την [[ταλαιπωρία]], την [[κούραση]], και της λ. [[βάσανος]] (η), που σήμαινε αρχικά «τον έλεγχο, τη [[δοκιμή]]» και [[μετά]] «την [[εξέταση]], την [[ανάκριση]], [[κυρίως]] δούλων, που γινόταν με τη [[χρήση]] βασανιστηρίων, απ' όπου και η σημ. «[[σωματικός]] και [[ψυχικός]] [[πόνος]], βάσανα», που απαντά ήδη στη [[γλώσσα]] του Ευαγγελίου. Η λ. [[ἄλγος]], λόγω της σημασίας της, χρησίμευσε ως α' ή β' συνθετικό για τον σχηματισμό πολλών συνθέτων τόσο της Αρχαίας όσο -μέσω της επιστημονικής ορολογίας- και της Ν. Ελληνικής. Τέτοια [[είναι]] τα [[σύνθετα]] με α' συνθ. το <i>ἀλγ</i> (<i>ο</i>)-, [[καθώς]] και [[σύνθετα]] με β' συνθ. το -<i>αλγής</i> ([[καρδιαλγής]] <b>κ.ά.</b>) και, [[κυρίως]], το -<i>αλγία</i> ([[οσφυαλγία]] <b>κ.τ.ό.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλγεινός]], [[ἀλγινόεις]], <i>ἄλγιστος</i>, [[ἀλγίων]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀν</i>-<i>αλγής</i>, <i>βαρυ</i>-<i>αλγής</i>, <i>γονυ</i>-<i>αλγής</i>. <i>δι</i>-<i>αλγής</i>, <i>δυσ</i>-<i>αλγής</i>, <i>ἐν</i>-<i>αλγής</i>, <i>ἐπ</i>-<i>αλγής</i>, <i>θυμ</i>-<i>αλγής</i>, <i>καρδι</i>-<i>αλγής</i>. <i>κεφαλ</i>-<i>αλγής</i>. <i>κρατερ</i>-<i>αλγής</i>, <i>μετ</i>-<i>αλγής</i>, <i>ὀσφυ</i>-<i>αλγής</i>, <i>περι</i>-<i>αλγής</i>, <i>ποδ</i>-<i>αλγής</i>. <i>πολυ</i>-<i>αλγής</i>, <i>υπερ</i>-<i>αλγής</i>, <i>υστερ</i>-<i>αλγής</i>, <i>ἀλγεσί</i>-<i>δωρος</i>, <i>ἀλγεσί</i>-<i>θυμος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αλγο</i>-[[λαγνεία]] (<i>αλγο</i>-[[φιλία]])].
|mltxt=(-ους), το (Α [[ἄλγος]])<br /><b>1.</b> [[σωματικός]] [[πόνος]], [[οδύνη]]<br /><b>2.</b> [[ψυχικός]] [[πόνος]], [[λύπη]], [[θλίψη]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[συνήθως]] στον πληθυντικό) <i>τά ἄλγεα</i><br />ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[λέξη]] [[είναι]] αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. [[ἀλέγω]] «[[φροντίζω]], [[μεριμνώ]]». Συγκεκριμένα πιστεύεται ότι η [[ρίζα]] <i>ἀλγ</i>-αποτελεί μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ἀλεγ</i>- του ρ. [[ἀλέγω]]. Δυσχέρειες στην ετυμολογική αυτή [[σύνδεση]] δημιουργεί η σημασιολ. [[διαφορά]] [[μεταξύ]] του [[ἄλγος]] «[[πόνος]]» και [[ἀλέγω]] «[[μεριμνώ]], [[φροντίζω]]», εφόσον δεν δεχθεί [[κανείς]] την [[άποψη]] ότι η σημ. «[[πονώ]], [[υποφέρω]]» αποτελεί δυνατή [[επέκταση]] της αρχ. σημασίας «[[ενδιαφέρομαι]], [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]]». Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]] οι λέξεις [[ἄλγος]] και [[ἀλέγω]] δεν έχουν [[καμιά]] ετυμολογική [[σχέση]] [[μεταξύ]] τους. Έχουν [[απλώς]] δεχτεί αμοιβαίες επιδράσεις, [[πράγμα]] που [[είναι]] ιδιαίτερα φανερό σε [[σύνθετα]] με [[τέρμα]] -<i>ηλεγής</i> ([[πρβλ]]. [[ἀνηλεγής]], [[δυσηλεγής]]). Σημασιολογικά η λ. [[ἄλγος]] δήλωνε στην Αρχαία τόσο τον σωματικό πόνο ([[ἄλγος]] ποδῶν κεφαλῆς</i>) όσο και τον εσωτερικό, [[ψυχικό]] πόνο, τη [[λύπη]], τη [[θλίψη]] — [[ιδίως]] σε πληθ. αριθμό ([[πρβλ]]. Οδ. α 4: <i>πολλὰ δ</i>' <i>ὃ γ</i>' <i>ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν</i><br />«κι αρίφνητα τυράννια ετράβηξε στα πέλαγα η [[καρδιά]] του», μετάφρ. Καζαντζάκη-Κακριδή). Με την [[ίδια]] [[σημασία]], του σωματικού και του ψυχικού πόνου, χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία και η λ. [[ὀδύνη]] , συχνότερα [[μάλιστα]] κι αυτή στον πληθυντικό (<i>ὀδύναι</i>). Στη Ν. Ελληνική η [[χρήση]] της λ. [[άλγος]] (με τα ποικίλα σύνθετά της) περιορίστηκε στην επιστημονική (ιατρική) [[κυρίως]] [[ορολογία]], ενώ η λ. [[οδύνη]] (στηριζόμενη κι από το παράγωγο της [[οδυνηρός]]) χρησιμοποιείται λιγότερο στη [[δήλωση]] του ψυχικού [[κυρίως]] πόνου. Τη [[θέση]] τους στη νεοελληνική [[γλώσσα]] πήραν [[κυρίως]] οι λ. [[πόνος]] και <i>βάσανα</i>. Αποτελούν και οι δύο σημασιολογικές εξελίξεις αρχαίων λέξεων, της λ. [[πόνος]] που δήλωνε «τον μόχθο, την [[ταλαιπωρία]], την [[κούραση]], και της λ. [[βάσανος]] (η), που σήμαινε αρχικά «τον έλεγχο, τη [[δοκιμή]]» και [[μετά]] «την [[εξέταση]], την [[ανάκριση]], [[κυρίως]] δούλων, που γινόταν με τη [[χρήση]] βασανιστηρίων, απ' όπου και η σημ. «[[σωματικός]] και [[ψυχικός]] [[πόνος]], βάσανα», που απαντά ήδη στη [[γλώσσα]] του Ευαγγελίου. Η λ. [[ἄλγος]], λόγω της σημασίας της, χρησίμευσε ως α' ή β' συνθετικό για τον σχηματισμό πολλών συνθέτων τόσο της Αρχαίας όσο -μέσω της επιστημονικής ορολογίας- και της Ν. Ελληνικής. Τέτοια [[είναι]] τα [[σύνθετα]] με α' συνθ. το <i>ἀλγ</i> (<i>ο</i>)-, [[καθώς]] και [[σύνθετα]] με β' συνθ. το -<i>αλγής</i> ([[καρδιαλγής]] <b>κ.ά.</b>) και, [[κυρίως]], το -<i>αλγία</i> ([[οσφυαλγία]] <b>κ.τ.ό.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλγεινός]], [[ἀλγινόεις]], <i>ἄλγιστος</i>, [[ἀλγίων]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀν</i>-<i>αλγής</i>, <i>βαρυ</i>-<i>αλγής</i>, <i>γονυ</i>-<i>αλγής</i>. <i>δι</i>-<i>αλγής</i>, <i>δυσ</i>-<i>αλγής</i>, <i>ἐν</i>-<i>αλγής</i>, <i>ἐπ</i>-<i>αλγής</i>, <i>θυμ</i>-<i>αλγής</i>, <i>καρδι</i>-<i>αλγής</i>. <i>κεφαλ</i>-<i>αλγής</i>. <i>κρατερ</i>-<i>αλγής</i>, <i>μετ</i>-<i>αλγής</i>, <i>ὀσφυ</i>-<i>αλγής</i>, <i>περι</i>-<i>αλγής</i>, <i>ποδ</i>-<i>αλγής</i>. <i>πολυ</i>-<i>αλγής</i>, <i>υπερ</i>-<i>αλγής</i>, <i>υστερ</i>-<i>αλγής</i>, <i>ἀλγεσί</i>-<i>δωρος</i>, <i>ἀλγεσί</i>-<i>θυμος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αλγο</i>-[[λαγνεία]] (<i>αλγο</i>-[[φιλία]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm