Anonymous

ιστίο: Difference between revisions

From LSJ
22 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[ἱστίον]])<br />(υποκορ. του [[ιστός]]) το [[πανί]] που δένεται [[κατάλληλα]] στο [[κατάρτι]] πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τον μετατρέπει σε κινητήρια [[δύναμη]] του σκάφους, [[πανί]] του καραβιού, [[άρμενο]]<br /><b>αρχ.</b><br />ύφασμα, [[κάλυμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίον</i> ([[πρβλ]]. <i>θηκ</i>-<i>ίον</i>, <i>τεκν</i>-<i>ίον</i>). Βλ. κ. [[ιστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ιστιοδρομώ]], [[ιστιορράφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιστιοκώπη]], [[ιστιόκωπος]], [[ιστιοπετής]], [[ιστιοποιούμαι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ιστιοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιστιοδέτης]], [[ιστιοδρομία]], [[ιστιοθέτηση]], [[ιστιοθετώ]], [[ιστιοθήκη]], [[ιστιοκεραία]], [[ιστιοκύτταρο]], <i>ιστιόπανο</i>, [[ιστιοπλοΐα]], [[ιστιοπλόος]], [[ιστιοπλοώ]], <i>ιστιοποιείο</i>, <i>ιστιοποιία</i>, [[ιστιοποιός]], [[ιστιόρραμμα]], [[ιστιορραφίδα]], [[ιστιορραφώ]], [[ιστιόστιγμα]], [[ιστιοτευθίς]], [[ιστιούχος]], [[ιστιοφορία]]].
|mltxt=το (ΑΜ [[ἱστίον]])<br />(υποκορ. του [[ιστός]]) το [[πανί]] που δένεται [[κατάλληλα]] στο [[κατάρτι]] πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τον μετατρέπει σε κινητήρια [[δύναμη]] του σκάφους, [[πανί]] του καραβιού, [[άρμενο]]<br /><b>αρχ.</b><br />ύφασμα, [[κάλυμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίον</i> ([[πρβλ]]. [[θηκίον]], [[τεκνίον]]). Βλ. κ. [[ιστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ιστιοδρομώ]], [[ιστιορράφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιστιοκώπη]], [[ιστιόκωπος]], [[ιστιοπετής]], [[ιστιοποιούμαι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ιστιοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιστιοδέτης]], [[ιστιοδρομία]], [[ιστιοθέτηση]], [[ιστιοθετώ]], [[ιστιοθήκη]], [[ιστιοκεραία]], [[ιστιοκύτταρο]], <i>ιστιόπανο</i>, [[ιστιοπλοΐα]], [[ιστιοπλόος]], [[ιστιοπλοώ]], <i>ιστιοποιείο</i>, <i>ιστιοποιία</i>, [[ιστιοποιός]], [[ιστιόρραμμα]], [[ιστιορραφίδα]], [[ιστιορραφώ]], [[ιστιόστιγμα]], [[ιστιοτευθίς]], [[ιστιούχος]], [[ιστιοφορία]]].
}}
}}