Anonymous

καρδιόδηκτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρδιόδηκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δαγκώνει, δηλ. που προκαλεί [[λύπη]], [[στενοχώρια]] στην [[καρδιά]] («[[κράτος]] καρδιόδηκτον» — [[δύναμη]] που πληγώνει την [[καρδιά]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]»), [[πρβλ]]. <i>θηριό</i>-<i>δηκτος</i>, <i>κυνό</i>-<i>δηκτος</i>].
|mltxt=[[καρδιόδηκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δαγκώνει, δηλ. που προκαλεί [[λύπη]], [[στενοχώρια]] στην [[καρδιά]] («[[κράτος]] καρδιόδηκτον» — [[δύναμη]] που πληγώνει την [[καρδιά]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]»), [[πρβλ]]. [[θηριόδηκτος]], [[κυνόδηκτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm