3,273,656
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. .") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ὁδοιπόρος]])<br /><b>1.</b> αυτός που διανύει [[πεζός]] μια [[απόσταση]], αυτός που κάνει [[οδοιπορία]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[ασθενής]] και [[οδοιπόρος]] αμαρτίαν ουκ έχει<br />λέγεται για να δηλώσει ότι η [[παράβαση]] τών κανόνων της νηστείας στους ασθενείς και στους οδοιπόρους συγχωρείται<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνταξιδιώτης]] («ὅς μοι τοιόνδ' ἦκεν ὁδοιπόρον ἀντιβολῆσαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁδοῖ</i>, τοπική του ουσ. [[ὁδός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), | |mltxt=ο (Α [[ὁδοιπόρος]])<br /><b>1.</b> αυτός που διανύει [[πεζός]] μια [[απόσταση]], αυτός που κάνει [[οδοιπορία]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[ασθενής]] και [[οδοιπόρος]] αμαρτίαν ουκ έχει<br />λέγεται για να δηλώσει ότι η [[παράβαση]] τών κανόνων της νηστείας στους ασθενείς και στους οδοιπόρους συγχωρείται<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνταξιδιώτης]] («ὅς μοι τοιόνδ' ἦκεν ὁδοιπόρον ἀντιβολῆσαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁδοῖ</i>, τοπική του ουσ. [[ὁδός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), [[πρβλ]]. [[νυκτιπόρος]]. Η [[χρησιμοποίηση]] της τοπικής [[αντί]] της ονομαστικής στο α' συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους [[προς]] [[αποφυγή]] τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |