Anonymous

κατέχω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katecho
|Transliteration C=katecho
|Beta Code=kate/xw
|Beta Code=kate/xw
|
|
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[κατέχω]] (κατέχει, -έχοντι; -έχων: aor. -έσχεθε; -σχοῖσα: aor. med. pro [[pass]]., -[[σχόμενος]].) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[encompass]], [[surround]] met. ὁ δ' [[ὄλβιος]], ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί (Π: -έχοντ codd.) (O. 7.10) ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει [[παντᾷ]] [[φάτις]] (P. 1.96) ἦ τιν' ἄγλωσσον [[μέν]], [[ἦτορ]] δ ἄλκιμον, [[λάθα]] κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει (Hermann e Σ: κατέχει τε, κατέχειν codd.) (N. 8.24) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[restrain]] μονόψαφον ἐν κολεῷ κατασχοῖσα [[ξίφος]] pr. having kept (N. 10.6) εἴ [[τις]] [[ἀνδρῶν]] κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον (I. 3.2) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[captivate]] ὁ δὲ (αἰετὸς) κνώσσων ὑγρὸν [[νῶτον]] αἰωρεῖ τεαῖς ῥιπαῖσι [[κατασχόμενος]] i. e. by the strains of the [[lyre]] (P. 1.10) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> [[gain]] [[possession]] of καί ποτε τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b. met., ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων μέτρα δὲ καὶ κατέχων (I. 6.71), [[but]] cf. Borthwick, C. Q., 1959, 23ff.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>e</b> frag. ]ραν κατεχε[ Θρ. 5a. 6.
|sltr=[[κατέχω]] (κατέχει, -έχοντι; -έχων: aor. -έσχεθε; -σχοῖσα: aor. med. pro [[pass]]., -[[σχόμενος]].) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[encompass]], [[surround]] met. ὁ δ' [[ὄλβιος]], ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί (Π: -έχοντ codd.) (O. 7.10) ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει [[παντᾷ]] [[φάτις]] (P. 1.96) ἦ τιν' ἄγλωσσον [[μέν]], [[ἦτορ]] δ ἄλκιμον, [[λάθα]] κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει (Hermann e Σ: κατέχει τε, κατέχειν codd.) (N. 8.24) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[restrain]] μονόψαφον ἐν κολεῷ κατασχοῖσα [[ξίφος]] pr. having kept (N. 10.6) εἴ [[τις]] [[ἀνδρῶν]] κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον (I. 3.2) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[captivate]] ὁ δὲ (αἰετὸς) κνώσσων ὑγρὸν [[νῶτον]] αἰωρεῖ τεαῖς ῥιπαῖσι [[κατασχόμενος]] i. e. by the strains of the [[lyre]] (P. 1.10) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> [[gain]] [[possession]] of καί ποτε τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b. met., ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων μέτρα δὲ καὶ κατέχων (I. 6.71), [[but]] cf. Borthwick, C. Q., 1959, 23ff.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>e</b> frag. ]ραν κατεχε[ Θρ. 5a. 6.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατέχω:''' μέλ. [[καθέξω]] και <i>κατασχήσω</i>· αόρ. βʹ [[κατέσχον]], ποιητ. [[κατέσχεθον]], Επικ. γʹ ενικ. [[κάσχεθε]]·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> μτβ., [[κρατώ]] [[δυνατά]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κρατώ]] [[πίσω]], [[παρακρατώ]], σε Όμηρ.· [[αναχαιτίζω]], [[εμποδίζω]], [[κυβερνώ]], [[χαλιναγωγώ]], σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., δεσμεύομαι, κατέχομαι, παρακρατούμαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[κρατώ]], [[εμποδίζω]], στον ίδ., Ξεν. — Παθ., είμαι υπό [[κράτηση]], [[περιμένω]], καθυστερούμαι, σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> έχω υπό την [[κατοχή]] μου, είμαι [[κύριος]] πράγματος, [[εξουσιάζω]], σε Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον ήχο, [[γεμίζω]], [[αντιλαλώ]], ἀλαλητῷ [[πεδίον]] κατέχουσι, σε Ομήρ. Ιλ.· κ. [[στρατόπεδον]] δυσφημίαις, το γεμίζει με τις θλιβερές κραυγές του, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> <i>βιοτὰν κ</i>., [[συνεχίζω]] την [[ζωή]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[επικρατώ]], απλώνομαι, [[καλύπτω]], <i>νὺξ κατέχ' οὐρανόν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἡμέρα]] κάτεσχε γαῖαν, σε Αισχύλ.· στη Μέσ., <i>κατέσχετο πρόσωπα</i>, κάλυψε το πρόσωπό της, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για τον τάφο, [[περιορίζω]], [[καλύπτω]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">6.</b> λέγεται για συνθήκες και άλλες παρόμοιες καταστάσεις, [[κρατώ]] [[χαμηλά]], [[κατανικώ]], [[καταθλίβω]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· λέγεται για περιστάσεις, [[ενασχολώ]] το [[μυαλό]] ή [[απασχολώ]] την [[προσοχή]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">7.</b> [[καταλαμβάνω]] ως [[κατακτητής]], στον ίδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">8.</b> [[κατανοώ]], [[αντιλαμβάνομαι]], [[κατέχω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">9.</b> στην Παθ., λέγεται για πρόσωπα, καταλαμβάνομαι, [[τελώ]] υπό [[έμπνευση]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ακολουθώ]] από κοντά, [[πιέζω]], ωθώ, [[επείγω]], Λατ. urgere, σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b>[[φέρνω]] [[πλοίο]] στη [[στεριά]], το [[οδηγώ]] μέσα ή προς, σε Ηρόδ. <b>Β.</b> αμτβ.,<br /><b class="num">1.</b> (ενν. <i>ἑαυτόν</i>), συγκρατιέμαι, σε Σοφ., Πλάτ.· [[συγκρατώ]], [[λήγω]], [[σταματώ]], [[παύω]], λέγεται για τον άνεμο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[έρχομαι]] από την ανοιχτή [[θάλασσα]] προς την [[ακτή]], [[προσορμίζομαι]], σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> [[επικρατώ]], ὁ [[λόγος]] κατέχει, η [[φήμη]] επικρατεί, είναι διαδεδομένη, σε Θουκ.· <i>σεισμοὶ κατ</i>., οι σεισμοί κυριαρχούν, είναι συχνοί, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> έχω το πάνω [[χέρι]], σε Θέογν., Αριστ. <b>Γ. I. 1.</b> Μέσ., [[κρατώ]] για τον εαυτό μου, [[παρακρατώ]], [[σφετερίζομαι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> καλύπτομαι, βλ. ανώτ. Α. II. 4.<br /><b class="num">3.</b> [[περιέχω]], [[περιλαμβάνω]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> ο Μέσ. αόρ. χρησιμ. επίσης ως Παθ., σταματιέμαι, [[σταματώ]], σε Ομήρ. Οδ.· -[[κατασχόμενος]], υποδουλωμένος, σε Πίνδ.
|lsmtext='''κατέχω:''' μέλ. [[καθέξω]] και <i>κατασχήσω</i>· αόρ. βʹ [[κατέσχον]], ποιητ. [[κατέσχεθον]], Επικ. γʹ ενικ. [[κάσχεθε]]·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> μτβ., [[κρατώ]] [[δυνατά]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κρατώ]] [[πίσω]], [[παρακρατώ]], σε Όμηρ.· [[αναχαιτίζω]], [[εμποδίζω]], [[κυβερνώ]], [[χαλιναγωγώ]], σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., δεσμεύομαι, κατέχομαι, παρακρατούμαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[κρατώ]], [[εμποδίζω]], στον ίδ., Ξεν. — Παθ., είμαι υπό [[κράτηση]], [[περιμένω]], καθυστερούμαι, σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> έχω υπό την [[κατοχή]] μου, είμαι [[κύριος]] πράγματος, [[εξουσιάζω]], σε Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον ήχο, [[γεμίζω]], [[αντιλαλώ]], ἀλαλητῷ [[πεδίον]] κατέχουσι, σε Ομήρ. Ιλ.· κ. [[στρατόπεδον]] δυσφημίαις, το γεμίζει με τις θλιβερές κραυγές του, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> <i>βιοτὰν κ</i>., [[συνεχίζω]] την [[ζωή]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[επικρατώ]], απλώνομαι, [[καλύπτω]], <i>νὺξ κατέχ' οὐρανόν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἡμέρα]] κάτεσχε γαῖαν, σε Αισχύλ.· στη Μέσ., <i>κατέσχετο πρόσωπα</i>, κάλυψε το πρόσωπό της, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για τον τάφο, [[περιορίζω]], [[καλύπτω]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">6.</b> λέγεται για συνθήκες και άλλες παρόμοιες καταστάσεις, [[κρατώ]] [[χαμηλά]], [[κατανικώ]], [[καταθλίβω]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· λέγεται για περιστάσεις, [[ενασχολώ]] το [[μυαλό]] ή [[απασχολώ]] την [[προσοχή]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">7.</b> [[καταλαμβάνω]] ως [[κατακτητής]], στον ίδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">8.</b> [[κατανοώ]], [[αντιλαμβάνομαι]], [[κατέχω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">9.</b> στην Παθ., λέγεται για πρόσωπα, καταλαμβάνομαι, [[τελώ]] υπό [[έμπνευση]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ακολουθώ]] από κοντά, [[πιέζω]], ωθώ, [[επείγω]], Λατ. urgere, σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b>[[φέρνω]] [[πλοίο]] στη [[στεριά]], το [[οδηγώ]] μέσα ή προς, σε Ηρόδ. <b>Β.</b> αμτβ.,<br /><b class="num">1.</b> (ενν. <i>ἑαυτόν</i>), συγκρατιέμαι, σε Σοφ., Πλάτ.· [[συγκρατώ]], [[λήγω]], [[σταματώ]], [[παύω]], λέγεται για τον άνεμο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[έρχομαι]] από την ανοιχτή [[θάλασσα]] προς την [[ακτή]], [[προσορμίζομαι]], σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> [[επικρατώ]], ὁ [[λόγος]] κατέχει, η [[φήμη]] επικρατεί, είναι διαδεδομένη, σε Θουκ.· <i>σεισμοὶ κατ</i>., οι σεισμοί κυριαρχούν, είναι συχνοί, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> έχω το πάνω [[χέρι]], σε Θέογν., Αριστ. <b>Γ. I. 1.</b> Μέσ., [[κρατώ]] για τον εαυτό μου, [[παρακρατώ]], [[σφετερίζομαι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> καλύπτομαι, βλ. ανώτ. Α. II. 4.<br /><b class="num">3.</b> [[περιέχω]], [[περιλαμβάνω]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> ο Μέσ. αόρ. χρησιμ. επίσης ως Παθ., σταματιέμαι, [[σταματώ]], σε Ομήρ. Οδ.· -[[κατασχόμενος]], υποδουλωμένος, σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατ-έχω, fut. καθέξω (van toestand), κατασχήσω (ingressief); poët. them. aor. κατέσχεθον, 3 sing. sync. κάσχεθε, Aeol. κατέσκεθε, imperat. 2 sing. κατάσχες, later κάτασχε met acc. naar beneden houden. κατέχων κεφαλήν met het hoofd naar beneden Od. 24.242. vasthouden:; καλύπτρην... χείρεσσι κατέσχεθε zij hield de sluier op zijn plaats Hes. Th. 575; ook overdr.:; πῶς... βιοτὰν κατέσχεν hoe hij greep bleef houden op zijn leven Soph. Ph. 690; κ. τὸ θέατρον het publiek boeien Plut. Demosth. 29.2; med..; ( χρήματα ) κατασχέσθαι (bezittingen) voor zichzelf houden Hdt. 7.164.2; pass.:; ὁρκίοισι κατέχεσθαι gebonden zijn door eden Hdt. 1.29.2; op koers houden, sturen:. κατέσχον τὰς νέας... κατὰ Τέμενος zij stuurden hun schepen aan op Temenus Hdt. 6.101.1. in bedwang houden, inhouden, met pers. als subj.:; ὀργήν woede Soph. El. 1011; τὰ δάκρυα de tranen Plat. Phaed. 117d; ἑαυτὸν κ. zich beheersen Plat. Chrm. 162c; in zijn greep houden, beheersen, met aandoening of zaak als subj.:; μιν κατὰ γῆρας ἔχει χεῖράς τε πόδας τε ouderdom houdt zijn handen en voeten in zijn greep Od. 11.497 (tmesis); τὰ κατέχοντα πρήγματα de problemen die zijn leven al beheersten Hdt. 6.40.1; ὑπὸ μεγάλης ἀνάγκης κατέχεσθαι in de macht zijn van een dwingende noodzaak Plat. Lg. 858a; pass.: Φαίδρα καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι Phaedra’s hart werd door liefde bevangen Eur. Hipp. 27; κατέχεσθαι ἐξ Ὁμήρου in de greep zijn van Homerus Plat. Ion 536b; τῷ θεῷ κατέχεσθαι bezeten zijn van de god (Eros) Luc. 77.27.1. weerhouden, tegenhouden, ophouden:; βίῃ ἀέκοντα καθέξει hij zal mij tegen mijn wil met geweld tegenhouden Il. 15.186; met (ὥστε) μή en inf.: ἑαυτὸν κ. μὴ ἐπιπηδᾶν hij weerhoudt zichzelf ervan om te bespringen Plat. Phaedr. 254a; μόλις οἱ στρατηγοὶ κατέσχον ὥστε μή... τοὺς ἀνθρώπους διαφθείρεσθαι met moeite (hielden de aanvoerders ze tegen en) voorkwamen ze dat de mensen omkwamen Thuc. 4.130.6; κατασχεῖν τὴν ἀναγωγήν het uitvaren vertragen Thuc. 6.29.3; κατεῖχε τὸν θέατρον hij liet het publiek wachten Plut. Phoc. 19.2. bedekken, bezetten, in beslag nemen:; τοὺς δ ’ ἤδη κάτεχεν φυσίζοος αἶα hen bedekte reeds de levenschenkende aarde Il. 3.243; med.:; κατέσχετο χερσὶ πρόσωπα zij bedekte haar gelaat met haar handen Od. 19.361; κατασχομένη ἑανῷ zich bedekkend met haar kleed Il. 3.419; ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν de dag verspreidde haar licht over de gehele aarde Aeschl. Pers. 387; vaak met geluid:; ἀλαλητῷ πεδίον κ. de vlakte vervullen van krijgsgeschreeuw Il. 16.79; κατεῖχ ’ ἀεὶ πᾶν στρατόπεδον δυσφημίαις hij vulde het kamp steeds met onheilspellende kreten Soph. Ph. 10; pass..; οἶκος... κλαυθμῷ κατείχετο het huis weergalmde van geween Hdt. 1.111.2; bewonen, bezetten:. κατέχεις Ολύμπου αἴγλαν gij bewoont de stralende Olympus Soph. Ant. 609; ἆρ ’ ὄντως μέσον ὀμφαλὸν γᾶς Φοίβου κατέχει δόμος; staat Apollo’s huis werkelijk midden op de navel van de aarde? Eur. Ion 223. (mentaal) bevatten, begrijpen:; οὐ κατέχω τί βούλει φράζειν ik begrijp niet wat jij wilt duidelijk maken Plat. Phlb. 26c; onthouden:. τῶν ῾Ομήρου ἐπῶν τοῦτο ἓν μόνον κατέχειν als enige vers van Homerus het volgende onthouden Thphr. Char. 26.2; ταῦτα κατέχεις πάντα dat onthoud je allemaal Men. Epitr. 326. intrans. zich inhouden:; μόλις κατέσχον ik wist mij nauwelijks in te houden Soph. OT 782; εἶπεν μὴ κατασχών hij sprak zonder zich in te houden Plut. Art. 15.5; met inf.: κ. τὸ μὴ δακρύειν zijn tranen bedwingen Plat. Phaed. 117c. binnenlopen (van schepen):; κ. ἐς γῆν landen Soph. Ph. 221; κ. ἐς αἰγιαλόν aanleggen op de kust Hdt. 7.188.1; poët. ook met acc. zonder prep.:; κ. χώραν in een land aankomen (per schip) Eur. Hel. 1206; med. abs.:; ὣς ὁ μὲν ἔνθα κατέσχετο zo ging hij daar aan land Od. 3.284; zijn intrek nemen:. προξένων δ ’ ἔν του κατέσχες; nam jij je intrek bij een van de consulaire agenten? Eur. Ion 551. prevaleren:; ὁ λόγος κατέχει de mening heerst Thuc. 1.10.1; διὰ τοὺς ποιητὰς λόγου κατεσχηκότος de traditie die door toedoen van de dichters ingang heeft gevonden Thuc. 1.11.3; σοβαρὰ θεόθεν κατέχει … αὔρα van godswege heerst er een krachtige bries Aristoph. Pax 944; succes hebben:; νομίζοντες ῥᾳδίως κατασχήσειν in de mening snel succes te zullen hebben Aristot. Pol. 1307b10; met adv. aflopen:. εἰ μὴ τόδε νυκτὸς φάσμα εὖ κατασχήσει als deze nachtelijke verschijning geen goede afloop zal hebben Soph. El. 503. voortdurend iets doen; met ptc.:; μάλα κατεῖχον βάλλοντες zij drongen zeer aan door hen te bekogelen Xen. Hell. 4.6.10; als ptc.: τὴν φυγήν κατέχων ἐποίει hij achtervolgde hardnekkig Xen. Cyr. 1.4.22.
|elnltext=κατ-έχω, fut. καθέξω (van toestand), κατασχήσω (ingressief); poët. them. aor. κατέσχεθον, 3 sing. sync. κάσχεθε, Aeol. κατέσκεθε, imperat. 2 sing. κατάσχες, later κάτασχε met acc. naar beneden houden. κατέχων κεφαλήν met het hoofd naar beneden Od. 24.242. vasthouden:; καλύπτρην... χείρεσσι κατέσχεθε zij hield de sluier op zijn plaats Hes. Th. 575; ook overdr.:; πῶς... βιοτὰν κατέσχεν hoe hij greep bleef houden op zijn leven Soph. Ph. 690; κ. τὸ θέατρον het publiek boeien Plut. Demosth. 29.2; med..; ( χρήματα ) κατασχέσθαι (bezittingen) voor zichzelf houden Hdt. 7.164.2; pass.:; ὁρκίοισι κατέχεσθαι gebonden zijn door eden Hdt. 1.29.2; op koers houden, sturen:. κατέσχον τὰς νέας... κατὰ Τέμενος zij stuurden hun schepen aan op Temenus Hdt. 6.101.1. in bedwang houden, inhouden, met pers. als subj.:; ὀργήν woede Soph. El. 1011; τὰ δάκρυα de tranen Plat. Phaed. 117d; ἑαυτὸν κ. zich beheersen Plat. Chrm. 162c; in zijn greep houden, beheersen, met aandoening of zaak als subj.:; μιν κατὰ γῆρας ἔχει χεῖράς τε πόδας τε ouderdom houdt zijn handen en voeten in zijn greep Od. 11.497 (tmesis); τὰ κατέχοντα πρήγματα de problemen die zijn leven al beheersten Hdt. 6.40.1; ὑπὸ μεγάλης ἀνάγκης κατέχεσθαι in de macht zijn van een dwingende noodzaak Plat. Lg. 858a; pass.: Φαίδρα καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι Phaedra’s hart werd door liefde bevangen Eur. Hipp. 27; κατέχεσθαι ἐξ Ὁμήρου in de greep zijn van Homerus Plat. Ion 536b; τῷ θεῷ κατέχεσθαι bezeten zijn van de god (Eros) Luc. 77.27.1. weerhouden, tegenhouden, ophouden:; βίῃ ἀέκοντα καθέξει hij zal mij tegen mijn wil met geweld tegenhouden Il. 15.186; met (ὥστε) μή en inf.: ἑαυτὸν κ. μὴ ἐπιπηδᾶν hij weerhoudt zichzelf ervan om te bespringen Plat. Phaedr. 254a; μόλις οἱ στρατηγοὶ κατέσχον ὥστε μή... τοὺς ἀνθρώπους διαφθείρεσθαι met moeite (hielden de aanvoerders ze tegen en) voorkwamen ze dat de mensen omkwamen Thuc. 4.130.6; κατασχεῖν τὴν ἀναγωγήν het uitvaren vertragen Thuc. 6.29.3; κατεῖχε τὸν θέατρον hij liet het publiek wachten Plut. Phoc. 19.2. bedekken, bezetten, in beslag nemen:; τοὺς δ ’ ἤδη κάτεχεν φυσίζοος αἶα hen bedekte reeds de levenschenkende aarde Il. 3.243; med.:; κατέσχετο χερσὶ πρόσωπα zij bedekte haar gelaat met haar handen Od. 19.361; κατασχομένη ἑανῷ zich bedekkend met haar kleed Il. 3.419; ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν de dag verspreidde haar licht over de gehele aarde Aeschl. Pers. 387; vaak met geluid:; ἀλαλητῷ πεδίον κ. de vlakte vervullen van krijgsgeschreeuw Il. 16.79; κατεῖχ ’ ἀεὶ πᾶν στρατόπεδον δυσφημίαις hij vulde het kamp steeds met onheilspellende kreten Soph. Ph. 10; pass..; οἶκος... κλαυθμῷ κατείχετο het huis weergalmde van geween Hdt. 1.111.2; bewonen, bezetten:. κατέχεις Ολύμπου αἴγλαν gij bewoont de stralende Olympus Soph. Ant. 609; ἆρ ’ ὄντως μέσον ὀμφαλὸν γᾶς Φοίβου κατέχει δόμος; staat Apollo’s huis werkelijk midden op de navel van de aarde? Eur. Ion 223. (mentaal) bevatten, begrijpen:; οὐ κατέχω τί βούλει φράζειν ik begrijp niet wat jij wilt duidelijk maken Plat. Phlb. 26c; onthouden:. τῶν ῾Ομήρου ἐπῶν τοῦτο ἓν μόνον κατέχειν als enige vers van Homerus het volgende onthouden Thphr. Char. 26.2; ταῦτα κατέχεις πάντα dat onthoud je allemaal Men. Epitr. 326. intrans. zich inhouden:; μόλις κατέσχον ik wist mij nauwelijks in te houden Soph. OT 782; εἶπεν μὴ κατασχών hij sprak zonder zich in te houden Plut. Art. 15.5; met inf.: κ. τὸ μὴ δακρύειν zijn tranen bedwingen Plat. Phaed. 117c. binnenlopen (van schepen):; κ. ἐς γῆν landen Soph. Ph. 221; κ. ἐς αἰγιαλόν aanleggen op de kust Hdt. 7.188.1; poët. ook met acc. zonder prep.:; κ. χώραν in een land aankomen (per schip) Eur. Hel. 1206; med. abs.:; ὣς ὁ μὲν ἔνθα κατέσχετο zo ging hij daar aan land Od. 3.284; zijn intrek nemen:. προξένων δ ’ ἔν του κατέσχες; nam jij je intrek bij een van de consulaire agenten? Eur. Ion 551. prevaleren:; ὁ λόγος κατέχει de mening heerst Thuc. 1.10.1; διὰ τοὺς ποιητὰς λόγου κατεσχηκότος de traditie die door toedoen van de dichters ingang heeft gevonden Thuc. 1.11.3; σοβαρὰ θεόθεν κατέχει … αὔρα van godswege heerst er een krachtige bries Aristoph. Pax 944; succes hebben:; νομίζοντες ῥᾳδίως κατασχήσειν in de mening snel succes te zullen hebben Aristot. Pol. 1307b10; met adv. aflopen:. εἰ μὴ τόδε νυκτὸς φάσμα εὖ κατασχήσει als deze nachtelijke verschijning geen goede afloop zal hebben Soph. El. 503. voortdurend iets doen; met ptc.:; μάλα κατεῖχον βάλλοντες zij drongen zeer aan door hen te bekogelen Xen. Hell. 4.6.10; als ptc.: τὴν φυγήν κατέχων ἐποίει hij achtervolgde hardnekkig Xen. Cyr. 1.4.22.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj