3,274,306
edits
m (Text replacement - "\/" to "/") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " ," to ",") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁπᾰλός''': -ή, -όν, Αἰολ. ἅπαλος, [[μαλακός]] εἰς τὴν ἁφήν, [[τρυφερός]]· παρ’ Ὁμήρῳ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἁπαλήν ὑπὸ δειρὴν Ἰλ. Γ. 371· παρειάων ἁπαλάων Σ. 123· ἁπαλοῖο δι’ αὐχένος ἦλθεν [[ἀκωκή]] Ρ. 49, Ὀδ. Χ. 16· ἀπ. πόδες Ἰλ. Τ. 92. ἀπ. τέ σφ’ [[ἦτορ]] ἀπηύρα, ὅ ἐ. τὴν ζωὴν νέων ζῴων, Λ. 115 ([[οὕτως]], ἁπαλὰς λαβοῦσα, [[νέας]] τὴν ἡλικίαν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 6, 3)· [[οὕτως]], ἵεσαν αὐδήν ἐξ ἁπαλῶν στομάτων Ἡσ. Ἀσπ. 279: ἐπὶ ἀνθρώπου, [[τρυφερός]], εὐμορφοτέρα… τᾶς ἁπάλας Γυρίννως Σαπφὼ 76 [42]· σπάν. παρὰ Τραγ., καὶ μόνον ἐν Λυρ. χωρίοις, Αἰσχύλ. Ἱκ. 70 (πρβλ. [[ἀμαλός]])· [[βρέφος]] ἁπαλὸν Εὐρ. Ι. Α. 1286· [[βλέφαρον]] τέγγουσ’ ἀπαλὸν Ἠλ. 1339· ἀλλὰ συχνότερον παρὰ Κωμ. ἁπαλὸν σισύβριον Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 2· κρέα Ἀριστοφ. Λυσ. 1063· δακτύλους ἁπαλοὺς Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 3· θερμολουσίαις ἁπαλοὶ Κωμ. Ἀνώνυμ. 241· οὕτω παρὰ πεζοῖς, ἀπ. [[ψυχή]] Πλάτ. Φαῖδρ. 245Α· ἐπὶ προσφάτων καρπῶν, Ἡρόδ. 2. 92, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19. 18 ἐπὶ τρυφεροῦ κρέατος, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 5· ἐπὶ ἡσύχου [[πυρός]], Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 8, Διόδ. 3. 25. ΙΙ. μεταφ. , [[μαλακός]], [[ἥσυχος]], [[γλυκύς]], ἁπαλὸν γελάσαι, ὡς τὸ ἡδὺ γελάσαι, Ὀδ. Ξ. 465· ἀπ. [[δίαιτα]], ἁβρὰ [[δίαιτα]], Πλάτ. Φαῖδρ. 239C. τῷ αὐτῷ… χρησώμεθα τεκμηρίῳ περὶ ἔρωτα, ὅτι [[ἁπαλός]], ὁ αὐτ. Συμπ. 195 Ε: - [[προσέτι]], ἀπ. εἴσπλους λιμένος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τραχὺς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 12. 6: - Ἐπίρρ., ἁπαλῶς ὀπτᾶν ἐπὶ μετρίου [[πυρός]], Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 16, πρβλ. Wess. Διόδ. 1. σ. 192. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[μαλακός]], [[μαλθακός]], οἴμ’ ὡς ἁπαλὸς καὶ [[λευκός]], Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 3· λευκὸς ἐξυρημένος…, ἁπαλὸς Ἀριστοφ. Θεσμ. 192. (Πολὺ πιθανόν ὅτι τὸ [[ἁπαλός]] καὶ ἁβρὸς ἔχουσι τὴν αὐτὴν ῥίζαν, ἴδε ἐν λ. [[ἁβρός]]. Ὁ Döderl σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ ὀπὸς (χυμὸς φυτοῦ ἢ καρποῦ)). [ᾰπᾰλός· [[διότι]] τὸ καλάμῳ… ὑφ’ ἁπαλῶ ἐν Θεοκρ. 28. 4 [[εἶναι]] ἐφθαρμένον· ἀλλ’ ὁ Meineke γράφει, ὑπαπάλω]. | |lstext='''ἁπᾰλός''': -ή, -όν, Αἰολ. ἅπαλος, [[μαλακός]] εἰς τὴν ἁφήν, [[τρυφερός]]· παρ’ Ὁμήρῳ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἁπαλήν ὑπὸ δειρὴν Ἰλ. Γ. 371· παρειάων ἁπαλάων Σ. 123· ἁπαλοῖο δι’ αὐχένος ἦλθεν [[ἀκωκή]] Ρ. 49, Ὀδ. Χ. 16· ἀπ. πόδες Ἰλ. Τ. 92. ἀπ. τέ σφ’ [[ἦτορ]] ἀπηύρα, ὅ ἐ. τὴν ζωὴν νέων ζῴων, Λ. 115 ([[οὕτως]], ἁπαλὰς λαβοῦσα, [[νέας]] τὴν ἡλικίαν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 6, 3)· [[οὕτως]], ἵεσαν αὐδήν ἐξ ἁπαλῶν στομάτων Ἡσ. Ἀσπ. 279: ἐπὶ ἀνθρώπου, [[τρυφερός]], εὐμορφοτέρα… τᾶς ἁπάλας Γυρίννως Σαπφὼ 76 [42]· σπάν. παρὰ Τραγ., καὶ μόνον ἐν Λυρ. χωρίοις, Αἰσχύλ. Ἱκ. 70 (πρβλ. [[ἀμαλός]])· [[βρέφος]] ἁπαλὸν Εὐρ. Ι. Α. 1286· [[βλέφαρον]] τέγγουσ’ ἀπαλὸν Ἠλ. 1339· ἀλλὰ συχνότερον παρὰ Κωμ. ἁπαλὸν σισύβριον Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 2· κρέα Ἀριστοφ. Λυσ. 1063· δακτύλους ἁπαλοὺς Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 3· θερμολουσίαις ἁπαλοὶ Κωμ. Ἀνώνυμ. 241· οὕτω παρὰ πεζοῖς, ἀπ. [[ψυχή]] Πλάτ. Φαῖδρ. 245Α· ἐπὶ προσφάτων καρπῶν, Ἡρόδ. 2. 92, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19. 18 ἐπὶ τρυφεροῦ κρέατος, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 5· ἐπὶ ἡσύχου [[πυρός]], Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 8, Διόδ. 3. 25. ΙΙ. μεταφ., [[μαλακός]], [[ἥσυχος]], [[γλυκύς]], ἁπαλὸν γελάσαι, ὡς τὸ ἡδὺ γελάσαι, Ὀδ. Ξ. 465· ἀπ. [[δίαιτα]], ἁβρὰ [[δίαιτα]], Πλάτ. Φαῖδρ. 239C. τῷ αὐτῷ… χρησώμεθα τεκμηρίῳ περὶ ἔρωτα, ὅτι [[ἁπαλός]], ὁ αὐτ. Συμπ. 195 Ε: - [[προσέτι]], ἀπ. εἴσπλους λιμένος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τραχὺς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 12. 6: - Ἐπίρρ., ἁπαλῶς ὀπτᾶν ἐπὶ μετρίου [[πυρός]], Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 16, πρβλ. Wess. Διόδ. 1. σ. 192. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[μαλακός]], [[μαλθακός]], οἴμ’ ὡς ἁπαλὸς καὶ [[λευκός]], Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 3· λευκὸς ἐξυρημένος…, ἁπαλὸς Ἀριστοφ. Θεσμ. 192. (Πολὺ πιθανόν ὅτι τὸ [[ἁπαλός]] καὶ ἁβρὸς ἔχουσι τὴν αὐτὴν ῥίζαν, ἴδε ἐν λ. [[ἁβρός]]. Ὁ Döderl σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ ὀπὸς (χυμὸς φυτοῦ ἢ καρποῦ)). [ᾰπᾰλός· [[διότι]] τὸ καλάμῳ… ὑφ’ ἁπαλῶ ἐν Θεοκρ. 28. 4 [[εἶναι]] ἐφθαρμένον· ἀλλ’ ὁ Meineke γράφει, ὑπαπάλω]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |