3,274,754
edits
m (Text replacement - " ;" to ";") |
m (Text replacement - " ," to ",") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀμφάκιον''': [ᾰ] , τό, ὁ χυμὸς ἀώρων σταφυλῶν, «[[ὀμφάκιον]], ἔστι μὲν χυλὸς ὄμφακος Θασίας σταφυλῆς [[μήπω]] περκαζούσης, ἢ Ἀμιναίας» Διοσκ. 5. 6· [[ὡσαύτως]], [[ἔλαιον]] λαμβανόμενον ἐξ ἀώρων ἐλαιῶν, Ἱπ. 407. 15, πρβλ. Πλίν. 12. 60.<br />ΙΙ. = [[ὄμφαξ]] ΙΙ. 2, Ἀρισταίν. 2. 7 (ὀμφάκια μῆλα τοῦ στέρνου, οἱ μαστοὶ νεαρᾶς κόρης, [[εἶναι]] πιθανῶς [[γλώσσημα]]). | |lstext='''ὀμφάκιον''': [ᾰ], τό, ὁ χυμὸς ἀώρων σταφυλῶν, «[[ὀμφάκιον]], ἔστι μὲν χυλὸς ὄμφακος Θασίας σταφυλῆς [[μήπω]] περκαζούσης, ἢ Ἀμιναίας» Διοσκ. 5. 6· [[ὡσαύτως]], [[ἔλαιον]] λαμβανόμενον ἐξ ἀώρων ἐλαιῶν, Ἱπ. 407. 15, πρβλ. Πλίν. 12. 60.<br />ΙΙ. = [[ὄμφαξ]] ΙΙ. 2, Ἀρισταίν. 2. 7 (ὀμφάκια μῆλα τοῦ στέρνου, οἱ μαστοὶ νεαρᾶς κόρης, [[εἶναι]] πιθανῶς [[γλώσσημα]]). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀμφάκιον]], τὸ (Α) [[όμφαξ]]<br /><b>1.</b> [[χυμός]] άγουρων σταφυλιών<br /><b>2.</b> [[έλαιο]] που λαμβάνεται από άγουρες ελιές, αγουρόλαδο<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ὀμφάκια</i><br />οι σκληροί μαστοί μικρής σε [[ηλικία]] κοπέλας («ὀμφάκια μῆλα τοῦ στέρνου», Αρισταίν.). | |mltxt=[[ὀμφάκιον]], τὸ (Α) [[όμφαξ]]<br /><b>1.</b> [[χυμός]] άγουρων σταφυλιών<br /><b>2.</b> [[έλαιο]] που λαμβάνεται από άγουρες ελιές, αγουρόλαδο<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ὀμφάκια</i><br />οι σκληροί μαστοί μικρής σε [[ηλικία]] κοπέλας («ὀμφάκια μῆλα τοῦ στέρνου», Αρισταίν.). | ||
}} | }} |