Anonymous

ὀφειλέτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς"
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀφειλέτης]], Α θηλ. [[ὀφειλέτις]], -ιδος)<br /><b>1.</b> αυτός που οφείλει, που χρωστά, [[ιδίως]] χρήματα («ὡς καὶ ἡμεῑς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που οφείλει σε κάποιον [[ευγνωμοσύνη]] ή [[κάτι]] [[άλλο]] σχετικό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> το ένα από τα δύο υποκείμενα υφιστάμενης ενοχής το οποίο υποχρεούται σε [[παροχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφείλω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[έτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>επ</i>-[[έτης]])].
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀφειλέτης]], Α θηλ. [[ὀφειλέτις]], -ιδος)<br /><b>1.</b> αυτός που οφείλει, που χρωστά, [[ιδίως]] χρήματα («ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που οφείλει σε κάποιον [[ευγνωμοσύνη]] ή [[κάτι]] [[άλλο]] σχετικό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> το ένα από τα δύο υποκείμενα υφιστάμενης ενοχής το οποίο υποχρεούται σε [[παροχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφείλω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[έτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>επ</i>-[[έτης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm