Anonymous

ὑποτακτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "στοιχεῑ" to "στοιχεῖ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (Text replacement - "στοιχεῑ" to "στοιχεῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποτακτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και υποταχτικός, -ή, -ό, Ν<br />[[ὑποτάσσω]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[υποτακτική]]<br /><b>γραμμ.</b> η [[έγκλιση]] του ρήματος που παρουσιάζει το περιεχόμενό του ως προσδοκώμενο, που δηλώνει [[κυρίως]] [[επιθυμία]] και [[προσδοκία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[υποτακτικός]]<br />ο [[υπηρέτης]] («[[έτσι]] μιλούσε μόνο στους υπηρέτες, τους υποταχτικούς», Κ. Χατζόπ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υποτακτικός]] [[λόγος]]»<br /><b>γραμμ.</b> η [[υπόταξη]], η διεργασία και το [[αποτέλεσμα]] της σύνδεσης γλωσσικών μονάδων-τμημάτων του λόγου [[έτσι]] ώστε να αποκτούν διαφορετική συντακτική [[λειτουργία]] με την [[εξάρτηση]] του ενός από το [[άλλο]]<br />β) «[[υποτακτικός]] [[σύνδεσμος]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[σύνδεσμος]] που συνδέει μια δευτερεύουσα [[πρόταση]] με [[άλλη]]<br />γ) «[[υποτακτική]] [[σύνδεση]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[σύνδεση]] με την οποία υποτάσσεται, εξαρτάται μια δευτερεύουσα [[πρόταση]] σε μια [[άλλη]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>εκκλ.</b> [[λαϊκός]] ή [[δόκιμος]] [[μοναχός]] που δέχεται εντολές από μοναχό ή κληρικό σε [[μοναστήρι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ευπειθής]], [[υπάκουος]]·2. <b>φρ.</b> α) «ὑποτακτικὸς [[σύνδεσμος]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[σύνδεσμος]] που συντάσσεται με [[υποτακτική]] (Θωμ. Μ.)<br />β) «ὑποτακτικὸν [[ἄρθρον]]»<br /><b>γραμμ.</b> η αναφορική [[αντωνυμία]] <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> (Γρηγ. Κορ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που παίρνει εντολές από άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που τοποθετείται [[οπωσδήποτε]] [[μετά]] από [[άλλη]] [[λέξη]], λ.χ. ο [[τύπος]] <i>μοι</i>, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον τύπο <i>έμοί</i><br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑποτακτικόν</i><br />[[γοητεία]], [[γήτεμα]] που φέρνει ανθρώπους σε [[υποταγή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑποτακτικαὶ συλλαβαί»<br /><b>γραμμ.</b> τα συμπλέγματα <i>γμ</i>, <i>κμ</i>, <i>χμ</i> (Απολλ. Δύσκ.)<br />β) «ὑποτακτικὰ στοιχεῑα»<br /><b>γραμμ.</b> τα φωνήεντα <i>ι</i> και <i>υ</i> (Διον. Θρ.)<br />γ) «ὑποτακτικὰ ῥήματα»<br /><b>γραμμ.</b> ρηματικοί τύποι στην [[υποτακτική]] (Απολλ. Δύσκ.)<br />δ) «ὑποτακτικὸν φωνῆεν»<br /><b>γραμμ.</b> το δεύτερο [[φωνήεν]] μιας διφθόγγου (Μέγα Ετυμολογικόν). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑποτακτικῶς</i> ΜΑ<br /><b>γραμμ.</b> με [[εκφορά]] στην [[υποτακτική]] («οὐκ εἶπεν [[ὄψομαι]] ὁριστικῶς, ἀλλ' ἐσίδω ὑποτακτικῶς», Σχόλ. <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποτακτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και υποταχτικός, -ή, -ό, Ν<br />[[ὑποτάσσω]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[υποτακτική]]<br /><b>γραμμ.</b> η [[έγκλιση]] του ρήματος που παρουσιάζει το περιεχόμενό του ως προσδοκώμενο, που δηλώνει [[κυρίως]] [[επιθυμία]] και [[προσδοκία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[υποτακτικός]]<br />ο [[υπηρέτης]] («[[έτσι]] μιλούσε μόνο στους υπηρέτες, τους υποταχτικούς», Κ. Χατζόπ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υποτακτικός]] [[λόγος]]»<br /><b>γραμμ.</b> η [[υπόταξη]], η διεργασία και το [[αποτέλεσμα]] της σύνδεσης γλωσσικών μονάδων-τμημάτων του λόγου [[έτσι]] ώστε να αποκτούν διαφορετική συντακτική [[λειτουργία]] με την [[εξάρτηση]] του ενός από το [[άλλο]]<br />β) «[[υποτακτικός]] [[σύνδεσμος]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[σύνδεσμος]] που συνδέει μια δευτερεύουσα [[πρόταση]] με [[άλλη]]<br />γ) «[[υποτακτική]] [[σύνδεση]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[σύνδεση]] με την οποία υποτάσσεται, εξαρτάται μια δευτερεύουσα [[πρόταση]] σε μια [[άλλη]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>εκκλ.</b> [[λαϊκός]] ή [[δόκιμος]] [[μοναχός]] που δέχεται εντολές από μοναχό ή κληρικό σε [[μοναστήρι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ευπειθής]], [[υπάκουος]]·2. <b>φρ.</b> α) «ὑποτακτικὸς [[σύνδεσμος]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[σύνδεσμος]] που συντάσσεται με [[υποτακτική]] (Θωμ. Μ.)<br />β) «ὑποτακτικὸν [[ἄρθρον]]»<br /><b>γραμμ.</b> η αναφορική [[αντωνυμία]] <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> (Γρηγ. Κορ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που παίρνει εντολές από άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που τοποθετείται [[οπωσδήποτε]] [[μετά]] από [[άλλη]] [[λέξη]], λ.χ. ο [[τύπος]] <i>μοι</i>, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον τύπο <i>έμοί</i><br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑποτακτικόν</i><br />[[γοητεία]], [[γήτεμα]] που φέρνει ανθρώπους σε [[υποταγή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑποτακτικαὶ συλλαβαί»<br /><b>γραμμ.</b> τα συμπλέγματα <i>γμ</i>, <i>κμ</i>, <i>χμ</i> (Απολλ. Δύσκ.)<br />β) «ὑποτακτικὰ στοιχεῖα»<br /><b>γραμμ.</b> τα φωνήεντα <i>ι</i> και <i>υ</i> (Διον. Θρ.)<br />γ) «ὑποτακτικὰ ῥήματα»<br /><b>γραμμ.</b> ρηματικοί τύποι στην [[υποτακτική]] (Απολλ. Δύσκ.)<br />δ) «ὑποτακτικὸν φωνῆεν»<br /><b>γραμμ.</b> το δεύτερο [[φωνήεν]] μιας διφθόγγου (Μέγα Ετυμολογικόν). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑποτακτικῶς</i> ΜΑ<br /><b>γραμμ.</b> με [[εκφορά]] στην [[υποτακτική]] («οὐκ εἶπεν [[ὄψομαι]] ὁριστικῶς, ἀλλ' ἐσίδω ὑποτακτικῶς», Σχόλ. <b>Ευρ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑποτακτικός:''' <b class="num">II</b> ὁ грам. сослагательное наклонение, субъюнктив, конъюнктив.<br />грам.<br /><b class="num">1)</b> подчиненный: ὑποτακτικὸν [[ἄρθρον]] подчиненный член, т. е. относительное местоимение (ὅς, ἥ, ὅν); ὑποτακτικὸν φωνῆεν неслоговой (второй) гласный дифтонга;<br /><b class="num">2)</b> подчиняющий ([[σύνδεσμος]]);<br /><b class="num">3)</b> сослагательный: ὑποτακτικὴ [[ἔγκλισις]] или ὑποτακτικὸν ῥῇμα сослагательное наклонение.
|elrutext='''ὑποτακτικός:''' <b class="num">II</b> ὁ грам. сослагательное наклонение, субъюнктив, конъюнктив.<br />грам.<br /><b class="num">1)</b> подчиненный: ὑποτακτικὸν [[ἄρθρον]] подчиненный член, т. е. относительное местоимение (ὅς, ἥ, ὅν); ὑποτακτικὸν φωνῆεν неслоговой (второй) гласный дифтонга;<br /><b class="num">2)</b> подчиняющий ([[σύνδεσμος]]);<br /><b class="num">3)</b> сослагательный: ὑποτακτικὴ [[ἔγκλισις]] или ὑποτακτικὸν ῥῇμα сослагательное наклонение.
}}
}}