Anonymous

γλυκύς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γλῠκύς''': -εῖα, ύ, ὁ ἡδὺς τὴν γεῦσιν, [[γλυκύς]], [[νέκταρ]] Ἰλ. Α. 598, κτλ.· γλυκὺ ὄζειν Κράτης Γειτ. 2, Κρατῖν. Νεώτ. Γίγασι 1· ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ. ἔτι καὶ παρ’ Ὁμ., [[γλυκύς]], εὐφρόσυνος, [[εὐχάριστος]], [[ἵμερος]], [[ὕπνος]], κτλ.· γλ. αἰὼν Ὀδ. Ε. 152. [[πόλεμος]] Ἰλ. Β. 453· πατρὶς καὶ τοκῆες Ὀδ. Ι. 34· [[συχν]]. παρὰ Πινδ. καὶ Ἀττ.· ― γλυκύ ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Πρ. 698, Ἄλεξ. Συναπ. 2· ὅτῳ … μηδὲν ἦν [[ἰδεῖν]] γλυκὺ Σοφ. Ο. Τ. 1335, πρβλ. 1390. β) ἐπὶ ὕδατος, γλυκύ, καλόν, πόσιμον, ἀντίθ. τῷ [[πικρός]], Ἡρόδ. 4. 52· καὶ τῷ [[ἁλμυρός]], Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 12, κτλ. 2) μεθ’ Ὅμηρ.. ἐπὶ προσ., [[ἀγαπητός]], [[προσφιλής]], (πρβλ. ἡδὺς II. 1), γλυκεῖαι παῖδες ἀρχαίου Σκότου Σοφ. Ο. Κ. 106· μετ’ ἀπαρ., γλ. ὁμιλεῖν Πίνδ. II. 6. 52· ὦ γλυκύτατε, ἀγαπητέ μου φίλε, Ἀριστοφ. Ἀχ. 462, πρβλ. Ἐκκλ. 124· ― [[ἐνίοτε]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὰ [[ἡδύς]], [[εὐήθης]], [[ἁπλοῦς]], [[μωρός]], [[ἀνόητος]], ὡς γλυκὺς εἶ! Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288B· πρβλ. [[γλύκων]]. II. ὡς οὐσιαστ., ὁ γλυκὺς (ἐνν. [[οἶνος]]), Λατ. passum vinum, ὁ μὴ ὑποστὰς ζύμωσιν μετὰ τῶν στεμφύλων, Ἄλεξ. Δρωπ. 1, Πανν. 1. 14, Ἀριστ. Προβλ. 3. 28· [[ὡσαύτως]], τὸ γλυκὺ Νίκ. Ἀλ. 386. 2) ἡ γλυκεῖα, = [[γλυκύρριζα]], Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 13, 2. 3) ἡ γλυκεῖα, = [[χολή]], Ἐπιφάν. 2. σ. 485, Σχολ. εἰς Νικ. Θ. 595, κατὰ ἀττικήν τινα ἀντίφρασιν, ἴδε Ἑλλάδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 538, 8· ― [[οὕτως]] ἐφαρμόζεται καὶ εἰς σῦν, Γαλην. 18. 2, 611· εἰς τὸ [[σίναπι]], Μάτρων παρ’ Ἀθην 136D. III. συγκρ. καὶ ὑπερθ. γλυκίων (Ὅμ.), γλύκιστος Αἰλ. π. Ζ. 12. 46, κτλ.· [[ὡσαύτως]] γλυκύτερος, -τατος Πίνδ. καὶ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] γλύσσων (γλύκjων, ὡς [[ἐλάσσων]] ἐκ τοῦ ἐλάχjων), Ξενοφάν. ἐν τῷ Et. Gud. 301· πρβλ. [[γλύκιος]]. IV. ἐπίρρ. –κέως Πολυδ. Δ΄, 24. (Πρβλ. Σανσκρ. gul-yam ([[γλυκύτης]]), Λιθ. gar-dùs ([[εὐειδής]], [[θελκτικός]]), καὶ [[ἴσως]] Λατ. glutire· ἡ συσχέτησις τῶν Λατ. dulcis, dulcedo [[εἶναι]] ἔτι [[μᾶλλον]] [[ἀμφίβολος]]· περὶ δὲ τῆς ὑποτιθεμένης λέξεως δεῦκος ἴδε ἐν λ. [[ἀδευκής]]).
|lstext='''γλῠκύς''': -εῖα, ύ, ὁ ἡδὺς τὴν γεῦσιν, [[γλυκύς]], [[νέκταρ]] Ἰλ. Α. 598, κτλ.· γλυκὺ ὄζειν Κράτης Γειτ. 2, Κρατῖν. Νεώτ. Γίγασι 1· ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ. ἔτι καὶ παρ’ Ὁμ., [[γλυκύς]], εὐφρόσυνος, [[εὐχάριστος]], [[ἵμερος]], [[ὕπνος]], κτλ.· γλ. αἰὼν Ὀδ. Ε. 152. [[πόλεμος]] Ἰλ. Β. 453· πατρὶς καὶ τοκῆες Ὀδ. Ι. 34· συχν. παρὰ Πινδ. καὶ Ἀττ.· ― γλυκύ ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Πρ. 698, Ἄλεξ. Συναπ. 2· ὅτῳ … μηδὲν ἦν [[ἰδεῖν]] γλυκὺ Σοφ. Ο. Τ. 1335, πρβλ. 1390. β) ἐπὶ ὕδατος, γλυκύ, καλόν, πόσιμον, ἀντίθ. τῷ [[πικρός]], Ἡρόδ. 4. 52· καὶ τῷ [[ἁλμυρός]], Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 12, κτλ. 2) μεθ’ Ὅμηρ.. ἐπὶ προσ., [[ἀγαπητός]], [[προσφιλής]], (πρβλ. ἡδὺς II. 1), γλυκεῖαι παῖδες ἀρχαίου Σκότου Σοφ. Ο. Κ. 106· μετ’ ἀπαρ., γλ. ὁμιλεῖν Πίνδ. II. 6. 52· ὦ γλυκύτατε, ἀγαπητέ μου φίλε, Ἀριστοφ. Ἀχ. 462, πρβλ. Ἐκκλ. 124· ― [[ἐνίοτε]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὰ [[ἡδύς]], [[εὐήθης]], [[ἁπλοῦς]], [[μωρός]], [[ἀνόητος]], ὡς γλυκὺς εἶ! Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288B· πρβλ. [[γλύκων]]. II. ὡς οὐσιαστ., ὁ γλυκὺς (ἐνν. [[οἶνος]]), Λατ. passum vinum, ὁ μὴ ὑποστὰς ζύμωσιν μετὰ τῶν στεμφύλων, Ἄλεξ. Δρωπ. 1, Πανν. 1. 14, Ἀριστ. Προβλ. 3. 28· [[ὡσαύτως]], τὸ γλυκὺ Νίκ. Ἀλ. 386. 2) ἡ γλυκεῖα, = [[γλυκύρριζα]], Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 13, 2. 3) ἡ γλυκεῖα, = [[χολή]], Ἐπιφάν. 2. σ. 485, Σχολ. εἰς Νικ. Θ. 595, κατὰ ἀττικήν τινα ἀντίφρασιν, ἴδε Ἑλλάδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 538, 8· ― [[οὕτως]] ἐφαρμόζεται καὶ εἰς σῦν, Γαλην. 18. 2, 611· εἰς τὸ [[σίναπι]], Μάτρων παρ’ Ἀθην 136D. III. συγκρ. καὶ ὑπερθ. γλυκίων (Ὅμ.), γλύκιστος Αἰλ. π. Ζ. 12. 46, κτλ.· [[ὡσαύτως]] γλυκύτερος, -τατος Πίνδ. καὶ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] γλύσσων (γλύκjων, ὡς [[ἐλάσσων]] ἐκ τοῦ ἐλάχjων), Ξενοφάν. ἐν τῷ Et. Gud. 301· πρβλ. [[γλύκιος]]. IV. ἐπίρρ. –κέως Πολυδ. Δ΄, 24. (Πρβλ. Σανσκρ. gul-yam ([[γλυκύτης]]), Λιθ. gar-dùs ([[εὐειδής]], [[θελκτικός]]), καὶ [[ἴσως]] Λατ. glutire· ἡ συσχέτησις τῶν Λατ. dulcis, dulcedo [[εἶναι]] ἔτι [[μᾶλλον]] [[ἀμφίβολος]]· περὶ δὲ τῆς ὑποτιθεμένης λέξεως δεῦκος ἴδε ἐν λ. [[ἀδευκής]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly