Anonymous

πατάσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰτάσσω''': Ἐπικ. παρατ. πάτασσον, μελλ. -άξω Ἀριστοφ. Λυσ. 657, Βάτρ. 646, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις: ἀόρ. ἐπάταξα Θέογν. 1199, ἴδε κατωτ.: ― Παθ., ἀόρ. ἐπατάχθην Λουκ. Ἀνάχ. 3 καὶ 40, Ἀχ. Τάτ.: μέλλ. παταχθήσομαι Λουκ. Δραπέτ. 14: πρκμ. πεπάταγμαι (ἐκ-) Ὀδ. Σ. 327·― Παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει μόνον ἐνεστ. καὶ παρατ.: ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ ἐνεστ. οἱ Ἀττ. προετίμων τὸ [[παίω]] ἢ [[τύπτω]], ἐν ᾧ ὡς ἐνεργ. ἀόρ. εἶχον ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὸ ἐπάταξα, καὶ ἐπὶ τοῦ παθ. ἀορ. καὶ πρκμ. προετίμων τοὺς τύπους πληγῆναι, ἢ πλαγῆναι, πεπλῆχθαι. Ι. ἀμετάβατ. παρ’ Ὁμ., «κτυπῶ», πάλλομαι, Λατ. palpiot, θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν Ἰλ. Η. 216· πάτασσε δὲ θυμὸς ἑκάστου Ψ. 270· οὕτω, [[κραδίη]] στέρνοισι πατάσσει (πρβλ. τὸ τοῦ Shaksp., ‘my seated heart knocks at my ribs’), N. 282. 2) ὡς τὸ [[πλήσσω]], κτυπῶ, πάταξον, εἰς [[ἄκρον]] [[πόδα]] Σοφ. Φ. 748· π. τινὰ δορὶ Εὐρ. Φοίν. 1463· πὺξ Ἀριστοφ. Βάτρ. 548, πρβλ. Ἱππ. 1130, Λυσίας 94. 9· πρὸς κίονα [[νῶτον]] π. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1007· ― [[ὡσαύτως]] [[συχν]]. παρὰ τοῖς πεζογράφοις (πρβλ. [[κόρρη]]), ὁ πατάξας, ὁ κτυπήσας, Ἀντιφῶν 127, 31, Θουκ. 8. 92· ἐὰν μὲν [τὸν ἄρχοντα] πατάξῃς Νόμ. παρὰ Δημ. 524. 28· ἐπὶ θανατηφόρου κτυπήματος, ἐὰν [[λίθος]] .. ἢ [[σίδηρος]] πατάξῃ Δημ. 645. 16· μετὰ συστοίχ. αἰτ., πληγὴν π. Πλάτ. Γοργ. 527D, Νόμ. 879Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει: πατάξαι θύραν, ἴδε ἐν λ. [[θύρα]]· τὸν μηρὸν πατάσσεσθαι (Ἀττ. παίεσθαι ἢ τύπτεσθαι) Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 19. 2) μεταφορ., ἄτῃ πατάξαι θυμὸν Σοφ. Ἀντ. 1097· [[πόθος]] π. καρδίαν Ἀριστοφ. Βάτρ. 54· πατάξω σε μεγάλοις ποτηρίοις Τιμοκλῆς ἐν
|lstext='''πᾰτάσσω''': Ἐπικ. παρατ. πάτασσον, μελλ. -άξω Ἀριστοφ. Λυσ. 657, Βάτρ. 646, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις: ἀόρ. ἐπάταξα Θέογν. 1199, ἴδε κατωτ.: ― Παθ., ἀόρ. ἐπατάχθην Λουκ. Ἀνάχ. 3 καὶ 40, Ἀχ. Τάτ.: μέλλ. παταχθήσομαι Λουκ. Δραπέτ. 14: πρκμ. πεπάταγμαι (ἐκ-) Ὀδ. Σ. 327·― Παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει μόνον ἐνεστ. καὶ παρατ.: ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ ἐνεστ. οἱ Ἀττ. προετίμων τὸ [[παίω]] ἢ [[τύπτω]], ἐν ᾧ ὡς ἐνεργ. ἀόρ. εἶχον ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὸ ἐπάταξα, καὶ ἐπὶ τοῦ παθ. ἀορ. καὶ πρκμ. προετίμων τοὺς τύπους πληγῆναι, ἢ πλαγῆναι, πεπλῆχθαι. Ι. ἀμετάβατ. παρ’ Ὁμ., «κτυπῶ», πάλλομαι, Λατ. palpiot, θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν Ἰλ. Η. 216· πάτασσε δὲ θυμὸς ἑκάστου Ψ. 270· οὕτω, [[κραδίη]] στέρνοισι πατάσσει (πρβλ. τὸ τοῦ Shaksp., ‘my seated heart knocks at my ribs’), N. 282. 2) ὡς τὸ [[πλήσσω]], κτυπῶ, πάταξον, εἰς [[ἄκρον]] [[πόδα]] Σοφ. Φ. 748· π. τινὰ δορὶ Εὐρ. Φοίν. 1463· πὺξ Ἀριστοφ. Βάτρ. 548, πρβλ. Ἱππ. 1130, Λυσίας 94. 9· πρὸς κίονα [[νῶτον]] π. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1007· ― [[ὡσαύτως]] συχν. παρὰ τοῖς πεζογράφοις (πρβλ. [[κόρρη]]), ὁ πατάξας, ὁ κτυπήσας, Ἀντιφῶν 127, 31, Θουκ. 8. 92· ἐὰν μὲν [τὸν ἄρχοντα] πατάξῃς Νόμ. παρὰ Δημ. 524. 28· ἐπὶ θανατηφόρου κτυπήματος, ἐὰν [[λίθος]] .. ἢ [[σίδηρος]] πατάξῃ Δημ. 645. 16· μετὰ συστοίχ. αἰτ., πληγὴν π. Πλάτ. Γοργ. 527D, Νόμ. 879Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει: πατάξαι θύραν, ἴδε ἐν λ. [[θύρα]]· τὸν μηρὸν πατάσσεσθαι (Ἀττ. παίεσθαι ἢ τύπτεσθαι) Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 19. 2) μεταφορ., ἄτῃ πατάξαι θυμὸν Σοφ. Ἀντ. 1097· [[πόθος]] π. καρδίαν Ἀριστοφ. Βάτρ. 54· πατάξω σε μεγάλοις ποτηρίοις Τιμοκλῆς ἐν
}}
}}
{{bailly
{{bailly