Anonymous

γάμος: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  31 January 2022
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γάμος''': ὁ, ὡς παρ ᾽ ἡμῖν, ἡ [[τελετή]], Ἰλ. Ε. 429 κ. ἀλλ’ ἰδίως ὡς καὶ παρ᾽ ἡμῖν τὸ [[συμπόσιον]] τοῦ γάμου (ἴδε ἐν λ. [[εἰλαπίνη]]), γάμον τεύχειν, παρασκευάζειν γάμον, Ὀδ. Α. 277 · γ. δαινύναι Δ. 3 · ἀρτύειν [[αὐτόθι]] 770 · [[συχν]]. κατὰ πληθ., γάμους ἑστιᾶν, δίδειν [[συμπόσιον]] γάμου, Ἰσαῖ. 69. 35 · ποιεῖσθαι Μένανδ. Συναρ. 1 · ἐπιτελεῖν γάμους τῆς θυγατρός Ἀριστ. Ἀποσπ. 508 · οἱ κεκλημένοι εἰς το ὺς γ. Δίφιλ. Ἀπολ. 1. 2 · ἐν τοῖς γ. [[ἄκλητος]] εἰσδεδυκέναι, Ἀπολλόδ. Καρ. Ἱερ. 1. ΙΙ. ἡ [[κατάστασις]] τοῦ γάμου, ὁ [[ἔγγαμος]] [[βίος]], ἡ [[ἕνωσις]] ἀνδρὸς καὶ γυναικός, Ὅμ. κτλ. · τόν Οἰνέως γ., τὴν μετ’ [[αὐτοῦ]] ἕνωσιν, Σοφ. Τρ. 792 · γ. θεῶν τινος Εὐρ. Τρῳ. 979, πρβλ. Ι. Τ. 25 · εἰς γάμον τιν ὸς ἐλθεῖν ὁ αὐτ. Ι. Α. 1044 · ― ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. nuptiae, ἡ τελετὴ τοῦ γάμου, Αἰσχύλ. Πρ. 559, 739, Ἀγ. 1156, κτλ., πρβλ. γαμέω Ι · ― [[ὡσαύτως]], τοῖς μεθημερινοῖς γάμοις, ὅ ἐ. πορνείαις, Δημ. 270. 10 · Παν ὸς ἀναβοᾷ γάμους, ὅ ἐ. ἁρπαγὴν καὶ βίαν, Εὐρ. Ἑλ. 190 · γάμοι ἄρρενες Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 22. ― Τὰ χωρία : Εὐρ. Ἀνδρ. 103, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 19, ἀναφέρονται πρὸς ὑποστήριξιν ἑτέρας σημασίας, καθ’ ἣν [[γάμος]]=[[γυνή]], [[σύζυγος]] · ἀλλ’ [[ἄνευ]] λόγου. (Πρβλ. Σανσκρ. ǵam (uxor), ǵam-patî ([[σύζυγος]], ἀρσ. καὶ θηλ.) · ― gener, ὁ Λατ. [[τύπος]] τοῦ [[γαμβρός]] (ὃ ἴδε), δεικνύει ὅτι ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ΓΕΝ, gigno · πρβλ. Κούρτ. σ. 536).
|lstext='''γάμος''': ὁ, ὡς παρ ᾽ ἡμῖν, ἡ [[τελετή]], Ἰλ. Ε. 429 κ. ἀλλ’ ἰδίως ὡς καὶ παρ᾽ ἡμῖν τὸ [[συμπόσιον]] τοῦ γάμου (ἴδε ἐν λ. [[εἰλαπίνη]]), γάμον τεύχειν, παρασκευάζειν γάμον, Ὀδ. Α. 277 · γ. δαινύναι Δ. 3 · ἀρτύειν [[αὐτόθι]] 770 · συχν. κατὰ πληθ., γάμους ἑστιᾶν, δίδειν [[συμπόσιον]] γάμου, Ἰσαῖ. 69. 35 · ποιεῖσθαι Μένανδ. Συναρ. 1 · ἐπιτελεῖν γάμους τῆς θυγατρός Ἀριστ. Ἀποσπ. 508 · οἱ κεκλημένοι εἰς το ὺς γ. Δίφιλ. Ἀπολ. 1. 2 · ἐν τοῖς γ. [[ἄκλητος]] εἰσδεδυκέναι, Ἀπολλόδ. Καρ. Ἱερ. 1. ΙΙ. ἡ [[κατάστασις]] τοῦ γάμου, ὁ [[ἔγγαμος]] [[βίος]], ἡ [[ἕνωσις]] ἀνδρὸς καὶ γυναικός, Ὅμ. κτλ. · τόν Οἰνέως γ., τὴν μετ’ [[αὐτοῦ]] ἕνωσιν, Σοφ. Τρ. 792 · γ. θεῶν τινος Εὐρ. Τρῳ. 979, πρβλ. Ι. Τ. 25 · εἰς γάμον τιν ὸς ἐλθεῖν ὁ αὐτ. Ι. Α. 1044 · ― ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. nuptiae, ἡ τελετὴ τοῦ γάμου, Αἰσχύλ. Πρ. 559, 739, Ἀγ. 1156, κτλ., πρβλ. γαμέω Ι · ― [[ὡσαύτως]], τοῖς μεθημερινοῖς γάμοις, ὅ ἐ. πορνείαις, Δημ. 270. 10 · Παν ὸς ἀναβοᾷ γάμους, ὅ ἐ. ἁρπαγὴν καὶ βίαν, Εὐρ. Ἑλ. 190 · γάμοι ἄρρενες Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 22. ― Τὰ χωρία : Εὐρ. Ἀνδρ. 103, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 19, ἀναφέρονται πρὸς ὑποστήριξιν ἑτέρας σημασίας, καθ’ ἣν [[γάμος]]=[[γυνή]], [[σύζυγος]] · ἀλλ’ [[ἄνευ]] λόγου. (Πρβλ. Σανσκρ. ǵam (uxor), ǵam-patî ([[σύζυγος]], ἀρσ. καὶ θηλ.) · ― gener, ὁ Λατ. [[τύπος]] τοῦ [[γαμβρός]] (ὃ ἴδε), δεικνύει ὅτι ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ΓΕΝ, gigno · πρβλ. Κούρτ. σ. 536).
}}
}}
{{bailly
{{bailly