Anonymous

ὀλέθριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλέθριος''': -ον, Εὐρ. Ἑκάβ. 1084, Μήδ. 993· ἀλλὰ α, ον, Ἡρόδ. 6. 112, καὶ [[συχν]]. παρὰ Τραγ.· καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]], ὀλ. [[ἦμαρ]], ἡ [[ἡμέρα]] τοῦ ὀλέθρου, τῆς καταστροφῆς, Ἰλ. Τ. 294, 409, πρβλ. ἐλεύθερον [[ἦμαρ]], κτλ.· οὕτω, μανίη [[πάγχυ]] ὀλ. Ἡρόδ. 6. 112· ὀλ. [[μόρος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 704· ἔξω κομίζων ὀλεθρίου πηλοῦ [[πόδα]] ὁ αὐτ. ἐν Χο. 697· ὀλ. [[κότος]] [[αὐτόθι]] 952· ὀλεθρία νὺξ Σοφ. Ο. Κ. 1683, κτλ.· [[ψῆφος]] ὀλεθρία, [[ψῆφος]] θανάτου, Αἰσχύλ. Θήβ. 198· ― ἐν Σοφ. Αἴ. 799, ἔξοδον... ὀλεθρίαν ἐλπίζει φέρειν, φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] = φέρειν εἰς ὄλεθρον, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb: ― ἀντὶ ὀλέθριον ([[αὐτόθι]] 402) ὡς ἐπίρρ., ὀλεθρίως, ὁ Wunder [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἀναγινώσκει οὔλιον: ὁμαλὸν ἐπίρρ. ὀλεθρίως, Εὐστ. 132. 16· ― σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, ὡς ἐν Πλάτ. Πολ. 389D. 2) μετὰ γεν., γάμοι Πάριδος ὀλέθριοι φίλων, ἐπιφέροντες ὄλεθρον εἰς τοὺς φίλους [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1156. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ κινδυνεύων νὰ ἀποθάνῃ, εἰς κίνδυνον θανάτου εὑρισκόμενος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ., 393· ― ἀπολωλώς, κατεστραμμένος, [[ἀτυχής]], Σοφ. Τρ. 878. 2) κακός, [[ἄθλιος]], [[οὐτιδανός]], (πρβλ. [[ὄλεθρος]] ΙΙ), Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 2. 1, Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 38.
|lstext='''ὀλέθριος''': -ον, Εὐρ. Ἑκάβ. 1084, Μήδ. 993· ἀλλὰ α, ον, Ἡρόδ. 6. 112, καὶ συχν. παρὰ Τραγ.· καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]], ὀλ. [[ἦμαρ]], ἡ [[ἡμέρα]] τοῦ ὀλέθρου, τῆς καταστροφῆς, Ἰλ. Τ. 294, 409, πρβλ. ἐλεύθερον [[ἦμαρ]], κτλ.· οὕτω, μανίη [[πάγχυ]] ὀλ. Ἡρόδ. 6. 112· ὀλ. [[μόρος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 704· ἔξω κομίζων ὀλεθρίου πηλοῦ [[πόδα]] ὁ αὐτ. ἐν Χο. 697· ὀλ. [[κότος]] [[αὐτόθι]] 952· ὀλεθρία νὺξ Σοφ. Ο. Κ. 1683, κτλ.· [[ψῆφος]] ὀλεθρία, [[ψῆφος]] θανάτου, Αἰσχύλ. Θήβ. 198· ― ἐν Σοφ. Αἴ. 799, ἔξοδον... ὀλεθρίαν ἐλπίζει φέρειν, φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] = φέρειν εἰς ὄλεθρον, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb: ― ἀντὶ ὀλέθριον ([[αὐτόθι]] 402) ὡς ἐπίρρ., ὀλεθρίως, ὁ Wunder [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἀναγινώσκει οὔλιον: ὁμαλὸν ἐπίρρ. ὀλεθρίως, Εὐστ. 132. 16· ― σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, ὡς ἐν Πλάτ. Πολ. 389D. 2) μετὰ γεν., γάμοι Πάριδος ὀλέθριοι φίλων, ἐπιφέροντες ὄλεθρον εἰς τοὺς φίλους [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1156. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ κινδυνεύων νὰ ἀποθάνῃ, εἰς κίνδυνον θανάτου εὑρισκόμενος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ., 393· ― ἀπολωλώς, κατεστραμμένος, [[ἀτυχής]], Σοφ. Τρ. 878. 2) κακός, [[ἄθλιος]], [[οὐτιδανός]], (πρβλ. [[ὄλεθρος]] ΙΙ), Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 2. 1, Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 38.
}}
}}
{{bailly
{{bailly