3,273,656
edits
m (Text replacement - "\/" to "/") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγρός''': -οῦ, ὁ, [[χωράφιον]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ἀγροί, χωράφια, Ἰλ. Ψ. 832, Ὀδ. Δ. 757, Πινδ. Π. 4. 265, Πλάτ., κτλ.: - καθ’ ἑν., [[κτῆμα]], ὑποστατικόν, Ὀδ. Ω. 205. 2) οἱ ἀγροί, ἡ [[ἐξοχή]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[πόλις]], Ὀδ. Ρ. 182, καὶ ἀλλ.· ἀγρὸν τὰν πόλιν ποιεῖς, Ἐπίχ. 162· πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 884· ἀγρῷ, ἐν τοῖς ἀγροῖς, ἐν τῇ ἐξοχῇ. Ὀδ. Λ. 188· ἐπ’ ἀγροῦ, ἐν τῇ ἐξοχῇ, Α. 190, Χ. 47· ἐπ’ ἀγροῦ [[νόσφι]] πόληος, Α. 185· ἐν τῷ πληθ.· κατὰ πτόλιν ἠὲ κατ’ ἀγρούς, Ρ. 18· ἐν οἴκοις, ἢ ἐν ἀγροῖς, Σοφ. Ο. Τ. 112· ἐπ’ ἀγρῶν. αὐτ. 1049· ἀγροῖσι, ὁ αὐτ. Ἠλ. 313· τόν ἐξ ἀγρῶν, αὐτ. 1051· οὕτω τά ἐξ ἀγρῶν, Θουκ. 2. 13· πρβλ. 14· κατ’ ἀγρούς, Κρατίνου Ἄδηλ. 178, Πλάτ. Νόμ. 881C· οἰκεῖν ἐν ἀγρῷ, Ἀρ. Ἀπ. 344. 2· τά ἐν ἀγρῷ γιγνόμενα, καρποί, Ξεν. Ἀπομ. 2. 9, 4., πρβλ. Ἀν. 5. 3, 9. -Παροιμ., οὐδὲν ἐξ ἀγροῦ λέγεις, ἀγροῦ [[πλέως]], ὅ ἐ. [[ἄγροικος]], (ὃ ἴδε) Σουΐδ., Ἡσύχ. (√ ΑΓΡ, ἐξ ἧς καὶ τὸ [[ἄγριος]], κτλ.· Σανσκρ. aǵras (aequor), Λατ. ager, Γοτθ. akrs, Ἀρχ. Σκανδιναυϊκ. akr, Ἀγγλοσαξ. aecer, Ἀγγλ. acre). [ἄ φύσει βραχύ, ἀλλὰ | |lstext='''ἀγρός''': -οῦ, ὁ, [[χωράφιον]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ἀγροί, χωράφια, Ἰλ. Ψ. 832, Ὀδ. Δ. 757, Πινδ. Π. 4. 265, Πλάτ., κτλ.: - καθ’ ἑν., [[κτῆμα]], ὑποστατικόν, Ὀδ. Ω. 205. 2) οἱ ἀγροί, ἡ [[ἐξοχή]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[πόλις]], Ὀδ. Ρ. 182, καὶ ἀλλ.· ἀγρὸν τὰν πόλιν ποιεῖς, Ἐπίχ. 162· πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 884· ἀγρῷ, ἐν τοῖς ἀγροῖς, ἐν τῇ ἐξοχῇ. Ὀδ. Λ. 188· ἐπ’ ἀγροῦ, ἐν τῇ ἐξοχῇ, Α. 190, Χ. 47· ἐπ’ ἀγροῦ [[νόσφι]] πόληος, Α. 185· ἐν τῷ πληθ.· κατὰ πτόλιν ἠὲ κατ’ ἀγρούς, Ρ. 18· ἐν οἴκοις, ἢ ἐν ἀγροῖς, Σοφ. Ο. Τ. 112· ἐπ’ ἀγρῶν. αὐτ. 1049· ἀγροῖσι, ὁ αὐτ. Ἠλ. 313· τόν ἐξ ἀγρῶν, αὐτ. 1051· οὕτω τά ἐξ ἀγρῶν, Θουκ. 2. 13· πρβλ. 14· κατ’ ἀγρούς, Κρατίνου Ἄδηλ. 178, Πλάτ. Νόμ. 881C· οἰκεῖν ἐν ἀγρῷ, Ἀρ. Ἀπ. 344. 2· τά ἐν ἀγρῷ γιγνόμενα, καρποί, Ξεν. Ἀπομ. 2. 9, 4., πρβλ. Ἀν. 5. 3, 9. -Παροιμ., οὐδὲν ἐξ ἀγροῦ λέγεις, ἀγροῦ [[πλέως]], ὅ ἐ. [[ἄγροικος]], (ὃ ἴδε) Σουΐδ., Ἡσύχ. (√ ΑΓΡ, ἐξ ἧς καὶ τὸ [[ἄγριος]], κτλ.· Σανσκρ. aǵras (aequor), Λατ. ager, Γοτθ. akrs, Ἀρχ. Σκανδιναυϊκ. akr, Ἀγγλοσαξ. aecer, Ἀγγλ. acre). [ἄ φύσει βραχύ, ἀλλὰ συχν. εὕρηται μακρὸν πλὴν παρὰ κωμικοῖς, οἵτινες ἀεὶ ἔχουσιν αὐτὸ βραχύ, ἐξαιρέσει τοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 579, Φιλήμ. Ἄδηλ. 21· τό: [[ἀγρόθεν]], παρ’ Ἀλκαί. ἐν «Κωμῳδοτραγῳδίαις» Ι, [[εἶναι]] [[παρῳδία]] εἰς τὸ τοῦ Εὐριπ. [[ἀγρόθεν]] πυλῶν ἔσω βαίνων. Ὀρέστ. 866]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |