3,274,216
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ακόμα]] <b>επίρρ.</b>(Μ [[ἀκόμη]])<br />Α. ([[χρονικό]])<br /><b>1.</b> ([[χωρίς]] [[άρνηση]]) α) έως [[τώρα]]<br />«το [[μωρό]] κοιμάται [[ακόμη]]» <br />β) [[μόλις]], [[πριν]] από λίγο<br />«[[ακόμη]] [[προχθές]] είχες [[άλλη]] [[γνώμη]]»<br /><b>2.</b> (με [[άρνηση]]) α) όχι έως [[τώρα]]<br />«δεν έχω διαβάσει [[ακόμη]]» <br />β) [[πριν]], [[προτού]] να<br />«[[ακόμη]] δεν μεγάλωσες και θέλεις [[αυτοκίνητο]];» <br />Β. (ποσοτικό) [[επιπλέον]], περισσότερο<br />«[[βάλε]] [[ακόμη]] [[ζάχαρη]] στον [[καφέ]]» <br />Γ. (επιτατικό) ([[πριν]] από συγκρ. επίθ. ή επίρρ.) πιο, περισσότερο<br />«το δικό του [[δωμάτιο]] [[είναι]] [[ακόμη]] μεγαλύτερο».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> | |mltxt=και [[ακόμα]] <b>επίρρ.</b>(Μ [[ἀκόμη]])<br />Α. ([[χρονικό]])<br /><b>1.</b> ([[χωρίς]] [[άρνηση]]) α) έως [[τώρα]]<br />«το [[μωρό]] κοιμάται [[ακόμη]]» <br />β) [[μόλις]], [[πριν]] από λίγο<br />«[[ακόμη]] [[προχθές]] είχες [[άλλη]] [[γνώμη]]»<br /><b>2.</b> (με [[άρνηση]]) α) όχι έως [[τώρα]]<br />«δεν έχω διαβάσει [[ακόμη]]» <br />β) [[πριν]], [[προτού]] να<br />«[[ακόμη]] δεν μεγάλωσες και θέλεις [[αυτοκίνητο]];» <br />Β. (ποσοτικό) [[επιπλέον]], περισσότερο<br />«[[βάλε]] [[ακόμη]] [[ζάχαρη]] στον [[καφέ]]» <br />Γ. (επιτατικό) ([[πριν]] από συγκρ. επίθ. ή επίρρ.) πιο, περισσότερο<br />«το δικό του [[δωμάτιο]] [[είναι]] [[ακόμη]] μεγαλύτερο».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> [[ἀκόμη]] <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[ἀκμήν]] <span style="color: red;"><</span>[[ἀκμή]]<br />το -<i>ο</i>- της λ. [[ἀκόμη]] αναπτύχθηκε αναλογικά [[προς]] τα συγγενή σημασιολογικά επιρρ. [[τότε]], [[όταν]], [[πότε]] κ.λπ., [[καθώς]] και [[προς]] τα αντωνυμικά επίθ. [[πόσος]], [[τόσος]] κ.λπ., με τα οποία η λ. [[συνήθως]] συνεκφέρεται. Ο [[αναβιβασμός]] του τόνου στο επίρρ. ἀκόμη οφείλεται [[επίσης]] σε αναλογική [[επίδραση]] τών [[παραπάνω]] λέξεων. Η κατάλ. -<i>α</i> του επιρρ. [[κατά]] τα [[πολλά]] σε -<i>α</i> επίρρ. της νεοελλ.]. | ||
}} | }} |