Anonymous

διψάω: Difference between revisions

From LSJ
1,431 bytes removed ,  18 April 2022
m
no edit summary
m (Text replacement - "Winer s Grammar" to "Winer's Grammar")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dipsao
|Transliteration C=dipsao
|Beta Code=diya/w
|Beta Code=diya/w
|Definition=late Ep. [[διψώω]] <span class="bibl">Tryph.548</span>, <span class="title">AP</span>11.57 (Agath.): Ion. [[διψέω]] <span class="bibl">Archil.68</span>; part. <span class="sense"><span class="bld">A</span> διψεῦσα <span class="title">AP</span>6.21; contr. 3sg. διψῇ <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>3.6</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phlb.</span>35b</span>; inf. διψῆν <span class="bibl">Hdt.2.24</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>735</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>441</span>, etc.: impf. 3sg. ἐδίψη <span class="bibl">Hp. <span class="title">Epid.</span>3.1</span>.<b class="b3">β,γ</b> (<b class="b3">διψᾷς, -ᾷ, -ᾶν</b> only in later writers, <span class="title">APl.</span>4.137 (Phil.), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ax.</span>366a</span>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Is.</span>29.8</span>, Gal.5.837): fut. -ήσω <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.1.17</span>: aor. ἐδίψησα <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>562c</span>: pf. δεδίψηκα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Cord.</span>2</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>73</span>:—Med. (v. infr.):—[[thirst]], <b class="b3">στεῦτο δὲ διψάων [ᾱ</b>] <span class="bibl">Od.11.584</span>, etc.; of the ground, to [[be thirsty]], [[be parched]], <span class="bibl">Hdt.2.24</span>; δ. ὑπὸ καύματος <span class="bibl">Alc.39.2</span>; of trees, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.22.5</span>:—Med., διψώμεθα <span class="bibl">Hermipp.25</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">δ. τινός</b> [[thirst after]] a thing, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>3.6</span>; ἐλευθερίας <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>562c</span>: later c. acc., δ. Χῖον <span class="bibl">Teles p.8</span> H.; φόνον <span class="title">APl.</span>4.137 (Phil.); δικαιοσύνην <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span> 5.6</span>; αἷμα <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>1.32.2</span>; also δ. πρὸς τὸν θεόν <span class="bibl">LXX<span class="title">Ps.</span>41(42).2</span>: c. dat., [[ὕδατι]] ib.<span class="bibl"><span class="title">Ex.</span>17.3</span>: c. inf., διψῶ χαρίζεσθαι ὑμῖν <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>5.1.1</span>; ἀκρατῶς ἐδίψη οἴνου πίνειν <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>2.41</span>, etc.</span>
|Definition=late Ep. [[διψώω]] Tryph.548, AP11.57 (Agath.): Ion. [[διψέω]] Archil.68; part.<br><span class="bld">A</span> διψεῦσα AP6.21; contr. 3sg. διψῇ Pi.N.3.6, Pl.Phlb.35b; inf. [[διψῆν]] Hdt.2.24, S.Fr.735, Ar.Nu.441, etc.: impf. 3sg. ἐδίψη Hp. Epid.3.1.β,γ (διψᾷς, διψᾷ, διψᾶν only in later writers, APl.4.137 (Phil.), Pl.Ax.366a, LXXIs.29.8, Gal.5.837): fut. διψήσω X.Mem.2.1.17: aor. ἐδίψησα Pl.R.562c: pf. δεδίψηκα Hp.Cord.2, Plu.Pomp.73:—Med. (v. infr.):—[[thirst]], στεῦτο δὲ διψάων [ᾱ] Od.11.584, etc.; of the ground, to [[be thirsty]], [[be parched]], Hdt.2.24; δ. ὑπὸ καύματος Alc.39.2; of trees, Thphr.CP3.22.5:—Med., διψώμεθα Hermipp.25.<br><span class="bld">2</span> metaph., δ. τινός [[thirst after]] a thing, Pi.N.3.6; ἐλευθερίας Pl.R.562c: later c. acc., δ. Χῖον Teles p.8 H.; φόνον APl.4.137 (Phil.); δικαιοσύνην Ev.Matt. 5.6; αἷμα J.BJ1.32.2; also δ. πρὸς τὸν θεόν LXXPs.41(42).2: c. dat., [[ὕδατι]] ib.Ex.17.3: c. inf., διψῶ χαρίζεσθαι ὑμῖν X.Cyr.5.1.1; [[ἀκρατῶς]] ἐδίψη οἴνου [[πίνειν]] Ael.VH2.41, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διψάω''': Ἰων. -έω, Ἀρχίλ. 62· συνῃρ. γ΄ ἑνικ. διψῇ Πίνδ. Ν. 3. 10, Πλάτ., ἀπαρ. διψῆν Ἡρόδ. 2. 24, Σοφ. Ἀποσπ. 701, Ἀριστοφ., κτλ.· παρατ. γ΄ ἑνικ. ἐδίψη Ἱππ. Ἐπιδ. 1063, 1067 (οἱ [[ὁμαλῶς]] συνῃρ. τύποι διψᾷς, -ᾷ, -ᾶν μόνον παρὰ μεταγενεστ. συγγραφ., Ἀνθ. Πλαν. 137, Πλάτ. Ἀξιόχ. 366Α, Ἑβδ.)· μέλλ. -ήσω, Ξεν.· ἀόρ. ἐδίψησα Πλάτ. Πολ. 562C· πρκμ. δεδίψηκα Ἱππ., Πλούτ. ― Μέσ., ἴδε κατωτ. Αἰσθάνομαι δίψαν, στεῦτο δὲ διψάων [ᾱ] Ὀδ. Λ. 584, κτλ.· καὶ ἐπὶ ἐδάφους καταξήρου, Ἡρόδ. 2. 24· δ. ὑπὸ καύματος Ἀλκαῖ. 39. 2· ἐπὶ δένδρων, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 5· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διψώμεθα Ἕρμιππ. Θεοῖς 1, ἀλλὰ πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 193· ― καὶ ἐν τῷ παθ., διψᾶται παρὰ πᾶσιν ἀνθρῶποις τὸ μαθεῖν τί ἐστι ψυχὴ ἀνθρώπου Ἀναστ. Σιναΐτ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Migne τ. 89, σ. 716 (Λεξ. Κουμ.). 2) μεταφ., δ. τινος, διψῶ διά τι, [[σφόδρα]] ἐπιθυμῶ τι, ὡς τὸ Λατ. sitire, Πίνδ. Ν. 3. 10· ἐλευθερίας Πλάτ. Πολ. 562C· παρὰ μεταγεν. καὶ μετ’ αἰτ., δ. χιόνα Τέλης παρὰ Στοβ. 69. 24· φόνον Ἀνθ. Πλαν. 4. 137· δικαιοσύνην Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 6 [[ὡσαύτως]], δ. πρὸς τὸν θεὸν Ἑβδ. (Ψαλμ. μα΄, 2)· μετὰ δοτ., ἐδίψησαν ὕδατι [[αὐτόθι]]· ― μετ’ ἀπαρ., διψῶ χαρίζεσθαι ὑμῖν Ξεν. Κύρ. 4. 6, ἐν τέλ.· ἀκρατῶς ἐδίψη οἴνου πίνειν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41, κτλ.
|lstext='''διψάω''': Ἰων. -έω, Ἀρχίλ. 62· συνῃρ. γ΄ ἑνικ. διψῇ Πίνδ. Ν. 3. 10, Πλάτ., ἀπαρ. διψῆν Ἡρόδ. 2. 24, Σοφ. Ἀποσπ. 701, Ἀριστοφ., κτλ.· παρατ. γ΄ ἑνικ. ἐδίψη Ἱππ. Ἐπιδ. 1063, 1067 (οἱ [[ὁμαλῶς]] συνῃρ. τύποι διψᾷς, -ᾷ, -ᾶν μόνον παρὰ μεταγενεστ. συγγραφ., Ἀνθ. Πλαν. 137, Πλάτ. Ἀξιόχ. 366Α, Ἑβδ.)· μέλλ. διψήσω, Ξεν.· ἀόρ. ἐδίψησα Πλάτ. Πολ. 562C· πρκμ. δεδίψηκα Ἱππ., Πλούτ. ― Μέσ., ἴδε κατωτ. Αἰσθάνομαι δίψαν, στεῦτο δὲ διψάων [ᾱ] Ὀδ. Λ. 584, κτλ.· καὶ ἐπὶ ἐδάφους καταξήρου, Ἡρόδ. 2. 24· δ. ὑπὸ καύματος Ἀλκαῖ. 39. 2· ἐπὶ δένδρων, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 5· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διψώμεθα Ἕρμιππ. Θεοῖς 1, ἀλλὰ πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 193· ― καὶ ἐν τῷ παθ., διψᾶται παρὰ πᾶσιν ἀνθρῶποις τὸ μαθεῖν τί ἐστι ψυχὴ ἀνθρώπου Ἀναστ. Σιναΐτ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Migne τ. 89, σ. 716 (Λεξ. Κουμ.). 2) μεταφ., δ. τινος, διψῶ διά τι, [[σφόδρα]] ἐπιθυμῶ τι, ὡς τὸ Λατ. sitire, Πίνδ. Ν. 3. 10· ἐλευθερίας Πλάτ. Πολ. 562C· παρὰ μεταγεν. καὶ μετ’ αἰτ., δ. χιόνα Τέλης παρὰ Στοβ. 69. 24· φόνον Ἀνθ. Πλαν. 4. 137· δικαιοσύνην Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 6 [[ὡσαύτως]], δ. πρὸς τὸν θεὸν Ἑβδ. (Ψαλμ. μα΄, 2)· μετὰ δοτ., ἐδίψησαν ὕδατι [[αὐτόθι]]· ― μετ’ ἀπαρ., διψῶ χαρίζεσθαι ὑμῖν Ξεν. Κύρ. 4. 6, ἐν τέλ.· ἀκρατῶς ἐδίψη οἴνου πίνειν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διψάω:''' (οι τύποι σε <i>αε</i> συναιρούνται σε <i>η</i> όχι <i>α</i>, όπως στο [[πεινάω]]), γʹ ενικ. <i>διψῇ</i>, απαρ. <i>διψῆν</i>, γʹ ενικ. παρατ. <i>ἐδίψη</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδίψησα</i>, παρακ. <i>δεδίψηκα</i> ([[δίψα]])·<br /><b class="num">1.</b> [[διψώ]], διψάων [ᾱ], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για το [[έδαφος]], είμαι διψασμένος, είμαι [[στεγνός]], [[ξηρός]], [[άνυδρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., «[[διψώ]]», [[επιθυμώ]] [[σφόδρα]] ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Πλάτ.· [[έπειτα]] με αιτ., σε Ανθ., Κ.Δ.· με απαρ., [[επιθυμώ]] να πράξω, σε Ξεν.
|lsmtext='''διψάω:''' (οι τύποι σε <i>αε</i> συναιρούνται σε <i>η</i> όχι <i>α</i>, όπως στο [[πεινάω]]), γʹ ενικ. <i>διψῇ</i>, απαρ. <i>διψῆν</i>, γʹ ενικ. παρατ. <i>ἐδίψη</i>, μέλ. <i>διψήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδίψησα</i>, παρακ. <i>δεδίψηκα</i> ([[δίψα]])·<br /><b class="num">1.</b> [[διψώ]], διψάων [ᾱ], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για το [[έδαφος]], είμαι διψασμένος, είμαι [[στεγνός]], [[ξηρός]], [[άνυδρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., «[[διψώ]]», [[επιθυμώ]] [[σφόδρα]] ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Πλάτ.· [[έπειτα]] με αιτ., σε Ανθ., Κ.Δ.· με απαρ., [[επιθυμώ]] να πράξω, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διψάω:''' (inf. [[διψῆν]])<br /><b class="num">1)</b> томиться жаждой, хотеть пить Hom., Aesch., Arst.: [[διψῆν]] ὑδάτων Her. страдать от отсутствия воды;<br /><b class="num">2)</b> жаждать, страстно желать ([[ἄλλου]] Pind.; ἐλευθερίας Plat.; φιλοσοφίας Arst.; [[τιμῆς]] Plut.; τἢν δικαιοσύνην NT).
|elrutext='''διψάω:''' (inf. [[διψῆν]])<br /><b class="num">1)</b> [[томиться жаждой]], [[хотеть пить]] Hom., Aesch., Arst.: [[διψῆν]] ὑδάτων Her. страдать от отсутствия воды;<br /><b class="num">2)</b> [[жаждать]], [[страстно желать]] ([[ἄλλου]] Pind.; [[ἐλευθερία]]ς Plat.; [[φιλοσοφία]]ς Arst.; [[τιμῆς]] Plut.; τἢν [[δικαιοσύνη]]ν NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj