3,274,408
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "πλοῑον" to "πλοῖον") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κιντυνεύω και κινδυνεύγω (ΑΜ [[κινδυνεύω]] και μέσ. κινδυνεύομαι) [[κίνδυνος]]<br /><b>1.</b> [[βάζω]] τον εαυτό μου σε κίνδυνο, εκτίθεμαι σε κάποιον κίνδυνο ή σε μία επικίνδυνη [[κατάσταση]] (α. «κινδυνεύεις με το να καπνίζεις τόσο πολύ» β. «ἑτοίμως κινδυνεύειν [[πρός]] τους πολεμίους», <b>Ξεν.</b><br />γ. «τά χρήματα κινδυνεύεται τῷ δανείσαντι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε απειλητική για μένα [[κατάσταση]], [[διατρέχω]] κίνδυνο (α. «το [[σπίτι]] κινδυνεύει να καεί από τη [[φωτιά]] στο [[δάσος]]» β. «ἐὰν δὲ [[ποτέ]] σοι συμβῇ κινδυνεύειν, ζήτει τήν ἐκ του πολέμου σωτηρίαν», Ισοκρ.<br />γ. «τοῦ χωρίου κινδυνεύοντος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είναι]] πολύ πιθανό να μού συμβεί [[κάτι]] ή να [[κάνω]] [[κάτι]], [[είμαι]] πολύ [[κοντά]] να..., [[κοντεύω]] να... (α. «κινδυνεύει να πεθάνει» β. «κινδυνεύεις να χάσεις τη δουλειά σου» γ. «κινδυνεύσομεν τοῦ δικαίου ἕνεκ' αὐτῷ βοηθεῖν», <b>Πλάτ.</b><br />δ. «καὶ τὸ | |mltxt=και κιντυνεύω και κινδυνεύγω (ΑΜ [[κινδυνεύω]] και μέσ. κινδυνεύομαι) [[κίνδυνος]]<br /><b>1.</b> [[βάζω]] τον εαυτό μου σε κίνδυνο, εκτίθεμαι σε κάποιον κίνδυνο ή σε μία επικίνδυνη [[κατάσταση]] (α. «κινδυνεύεις με το να καπνίζεις τόσο πολύ» β. «ἑτοίμως κινδυνεύειν [[πρός]] τους πολεμίους», <b>Ξεν.</b><br />γ. «τά χρήματα κινδυνεύεται τῷ δανείσαντι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε απειλητική για μένα [[κατάσταση]], [[διατρέχω]] κίνδυνο (α. «το [[σπίτι]] κινδυνεύει να καεί από τη [[φωτιά]] στο [[δάσος]]» β. «ἐὰν δὲ [[ποτέ]] σοι συμβῇ κινδυνεύειν, ζήτει τήν ἐκ του πολέμου σωτηρίαν», Ισοκρ.<br />γ. «τοῦ χωρίου κινδυνεύοντος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είναι]] πολύ πιθανό να μού συμβεί [[κάτι]] ή να [[κάνω]] [[κάτι]], [[είμαι]] πολύ [[κοντά]] να..., [[κοντεύω]] να... (α. «κινδυνεύει να πεθάνει» β. «κινδυνεύεις να χάσεις τη δουλειά σου» γ. «κινδυνεύσομεν τοῦ δικαίου ἕνεκ' αὐτῷ βοηθεῖν», <b>Πλάτ.</b><br />δ. «καὶ τὸ πλοῖον ἐκινδύνευε τοῦ συντριβῆναι», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καταβάλλω]] μεγάλες προσπάθειες, [[αγωνίζομαι]] για [[κάτι]], [[μοχθώ]] («ο [[πατέρας]] του κινδύνεψε για να τον σπουδάσει»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[εκθέτω]] κάποιον ή [[κάτι]] σε κίνδυνο, [[διακινδυνεύω]] [[κάτι]] (α. «κινδυνεύει την [[καριέρα]] του με τον χαρακτήρα που έχει» β. «ἡ [[συκοφαντία]] κιντυνεύει περισσοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸν κόσμον», Ντελλαπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως απρόσ.) <i>κινδυνεύει</i><br />μπορεί, [[είναι]] πιθανό («καὶ [[πάλιν]], ὅτι μετέχει τοῦ ὄντος, [[εἶναι]] τε καὶ [[ὄντα]]. Κινδυνεύει.», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (παθ. συν. γ' εν.) <i>κινδυνεύεται</i><br />υπάρχει [[κίνδυνος]] («ἡ ἐναντία [[μεταβολή]] ἐν τῷ ζῆν ἔτι κινδυνεύεται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κινδυνεύσεις ἐπιδεῑξαι χρηστὸς [[εἶναι]]» — θα έχεις την [[ευκαιρία]] να δείξεις την [[αξία]] σου (<b>Ξεν.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |