Anonymous

ἐπιβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα"
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.")
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιβαίνω]] (Α) [[βαίνω]]<br /><b>1.</b> επιβιβάζομαι σε μεταφορικό [[μέσο]]<br /><b>2.</b> [[βατεύω]], [[οχεύω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ανέρχομαι]] αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή [[εκτελώ]] επισκοπικά έργα έξω από τα όρια της επισκοπής μου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πατώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («[[μηδέποτε]] ἐπιβήσονται αὐτῆς» [της Πελοποννήσου], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προχωρώ]]<br /><b>3.</b> [[κυριαρχώ]], [[άρχω]] («οἵ τῆς βασιλείας ἐπιβεβήκασιν»)<br /><b>4.</b> επιτίθεμαι («ἐπέβη τοῖς Ἀχαιοῑς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]] («προσέταξεν Ἀλέξανδρος, ἧς ἐπιβῶσι χώρας, Θηβαῖοι ἀπολέσθωσαν»)<br /><b>2.</b> επεκτείνομαι («ὁ [[πόνος]] ἐπιβαίνει»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταπατώ]], [[ποδοπατώ]]<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] όλο το [[βάρος]] του σώματός μου [[κάπου]]<br /><b>3.</b> [[αξιώνω]] περισσότερα<br /><b>4.</b> [[πλησιάζω]], [[κοντεύω]]<br /><b>5.</b> τοποθετούμαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («πυρῆς ἐπιβάντ' ἀλεγεινῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> [[έρχομαι]] σε μια ψυχική [[διάθεση]] («πᾱσαι ἀναιδείης ἐπέβησαν» — έφθασαν στο έπακρο της αναίδειας, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[φθάνω]] [[κάτι]] που βρίσκεται [[ψηλά]] («ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[μπαίνω]] [[κάπου]] με τη βία<br /><b>9.</b> [[κάνω]] κάποιον να ανεβεί, [[ανεβάζω]] («ὅν ῤα τόθ' ἵππων ὠκυπόδων ἐπέβησε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>10.</b> [[κάνω]] κάποιον να φθάσει [[κάπου]] («ἀρχαίας ἐπέβασε [[πότμος]] συγγενὴς εὐαμερίας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[σηκώνω]] και [[καθοδηγώ]] («ἡώς, ἥ τε φανεῑσα πολέας ἐπέβησε κελεύθου» — πολλούς σηκώνει και τους βάζει στον δρόμο, <b>Ησίοδ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιβαίνω]] (Α) [[βαίνω]]<br /><b>1.</b> επιβιβάζομαι σε μεταφορικό [[μέσο]]<br /><b>2.</b> [[βατεύω]], [[οχεύω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ανέρχομαι]] αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή [[εκτελώ]] επισκοπικά έργα έξω από τα όρια της επισκοπής μου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πατώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («[[μηδέποτε]] ἐπιβήσονται αὐτῆς» [της Πελοποννήσου], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προχωρώ]]<br /><b>3.</b> [[κυριαρχώ]], [[άρχω]] («οἵ τῆς βασιλείας ἐπιβεβήκασιν»)<br /><b>4.</b> επιτίθεμαι («ἐπέβη τοῖς Ἀχαιοῑς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]] («προσέταξεν Ἀλέξανδρος, ἧς ἐπιβῶσι χώρας, Θηβαῖοι ἀπολέσθωσαν»)<br /><b>2.</b> επεκτείνομαι («ὁ [[πόνος]] ἐπιβαίνει»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταπατώ]], [[ποδοπατώ]]<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] όλο το [[βάρος]] του σώματός μου [[κάπου]]<br /><b>3.</b> [[αξιώνω]] περισσότερα<br /><b>4.</b> [[πλησιάζω]], [[κοντεύω]]<br /><b>5.</b> τοποθετούμαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («πυρῆς ἐπιβάντ' ἀλεγεινῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> [[έρχομαι]] σε μια ψυχική [[διάθεση]] («πᾶσαι ἀναιδείης ἐπέβησαν» — έφθασαν στο έπακρο της αναίδειας, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[φθάνω]] [[κάτι]] που βρίσκεται [[ψηλά]] («ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[μπαίνω]] [[κάπου]] με τη βία<br /><b>9.</b> [[κάνω]] κάποιον να ανεβεί, [[ανεβάζω]] («ὅν ῤα τόθ' ἵππων ὠκυπόδων ἐπέβησε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>10.</b> [[κάνω]] κάποιον να φθάσει [[κάπου]] («ἀρχαίας ἐπέβασε [[πότμος]] συγγενὴς εὐαμερίας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[σηκώνω]] και [[καθοδηγώ]] («ἡώς, ἥ τε φανεῑσα πολέας ἐπέβησε κελεύθου» — πολλούς σηκώνει και τους βάζει στον δρόμο, <b>Ησίοδ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm