Anonymous

προτείνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα"
m (Text replacement - "Winer s Grammar" to "Winer's Grammar")
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[τείνω]]<br /><b>1.</b> [[τείνω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προβάλλω]], [[προτάσσω]] («[[προτείνω]] το [[χέρι]]» β. «καθιζομένη δ' ἐπί... γόνασι τοῦ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν' ὑπολύσω», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] [[πρόταση]], [[υποβάλλω]] [[γνώμη]], [[ευχή]], [[αίτηση]], [[επιθυμία]] ή [[υποδεικνύω]] ένα [[πρόσωπο]] για ορισμένο σκοπό (α. «[[προτείνω]] γάμο» β. «[[προτείνω]] [[ειρήνη]]» γ. «[[προτείνω]] ως [[πρόεδρος]] τον συνάδελφο Χ»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «προτείνατε λόγχην»<br /><b>στρ.</b> [[παράγγελμα]] για να προταθεί το όπλο [[μαζί]] με τη [[λόγχη]] του<br />β) «[[προτείνω]] [[δοράτιο]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[προωθώ]] το [[δοράτιο]] κεραίας [[προς]] την [[πλευρά]] του πλοίου για [[αναπέταση]] παριστίου, κν. [[σαγιάρω]] το [[μπαστούνι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «προτείνειν δεξιάν» — το να εκτείνει [[κανείς]] το δεξί [[χέρι]] [[προς]] χαιρετισμό με [[χειραψία]]<br />β) «προτείνειν ἑαυτόν» — το να κλίνει [[κανείς]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προεκτείνω]] («τὸν χαλινὸν προεκτείνεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκτείνω]], [[απλώνω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ως [[ικέτης]] («[[φύλλον]] οἱ ἱκέται προτείνουσι», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>3.</b> εκτείνομαι, τεντώνομαι, [[ξαπλώνω]] («ἡ μὲν εἰς [[στρωματόδεσμον]] ἐνδῡσα προτείνει μακρὰν ἑαυτήν», Πλουτ.)<br /><b>4.</b> [[εκθέτω]] σε κίνδυνο («οὗ σύ... τὴν σὴν προτείνων προύκαμες ψυχήν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[προσφέρω]], [[παρέχω]] («προτείνομέν γε δραχμὰς εἴκοσιν»)<br /><b>6.</b> [[παραδίδω]], [[παραχωρώ]] («ὡς δὲ προέτειναν αὐτὸν τοῖς ἱμᾱσιν, εἶπε... Ῥωμαῖον... ἔξεστιν ὑμῖν μαστίζειν;», ΚΔ)<br /><b>7.</b> [[προβάλλω]] ως [[πρόταση]] σε συλλογισμό<br /><b>8.</b> [[υποβάλλω]] για [[κρίση]], [[θέτω]] ένα [[ζήτημα]] ή [[πρόβλημα]] για [[λύση]]<br /><b>9.</b> εκτείνομαι [[προς]] τα [[εμπρός]] ή σε [[μάκρος]], [[προεξέχω]] («προτείνουσα εἰς τὸ [[πέλαγος]]... [[ἄκρα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> ([[κατά]] το λεξ. Σούδ.) «προτείνειν, δωρεῖσθαι, χαρίζεσθαι»<br /><b>11.</b> <b>μτφ.</b> [[προβάλλω]] ως [[πρόφαση]], [[αφορμή]], [[δικαιολογία]] («ἤν μὴ ἀξιόχρεον πρόφασιν προτείνῃ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>μέσ.</b> <i>προτείνομαι</i><br />[[προβάλλω]] ως [[παράδειγμα]] («δοκεῑς μοι ὁμοιοτάτοις προτείνεσθαι ἀνθρώποις περὶ τὰ [[πολιτικά]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> α) «προτείνειν χεῑρα δεξιάν» — [[προσφέρω]] το δεξί [[χέρι]] ως εχέγγυο πίστης<br />β) «μισθὸν προτείνεσθαι» — το να απαιτεί, να ζητά [[κανείς]] [[μισθό]] ή [[αμοιβή]] για τον εαυτό του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[προτεταμένως]] Α<br />με [[τάση]] [[προς]] τα [[εμπρός]].
|mltxt=ΝΜΑ [[τείνω]]<br /><b>1.</b> [[τείνω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προβάλλω]], [[προτάσσω]] («[[προτείνω]] το [[χέρι]]» β. «καθιζομένη δ' ἐπί... γόνασι τοῦ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν' ὑπολύσω», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] [[πρόταση]], [[υποβάλλω]] [[γνώμη]], [[ευχή]], [[αίτηση]], [[επιθυμία]] ή [[υποδεικνύω]] ένα [[πρόσωπο]] για ορισμένο σκοπό (α. «[[προτείνω]] γάμο» β. «[[προτείνω]] [[ειρήνη]]» γ. «[[προτείνω]] ως [[πρόεδρος]] τον συνάδελφο Χ»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «προτείνατε λόγχην»<br /><b>στρ.</b> [[παράγγελμα]] για να προταθεί το όπλο [[μαζί]] με τη [[λόγχη]] του<br />β) «[[προτείνω]] [[δοράτιο]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[προωθώ]] το [[δοράτιο]] κεραίας [[προς]] την [[πλευρά]] του πλοίου για [[αναπέταση]] παριστίου, κν. [[σαγιάρω]] το [[μπαστούνι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «προτείνειν δεξιάν» — το να εκτείνει [[κανείς]] το δεξί [[χέρι]] [[προς]] χαιρετισμό με [[χειραψία]]<br />β) «προτείνειν ἑαυτόν» — το να κλίνει [[κανείς]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προεκτείνω]] («τὸν χαλινὸν προεκτείνεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκτείνω]], [[απλώνω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ως [[ικέτης]] («[[φύλλον]] οἱ ἱκέται προτείνουσι», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>3.</b> εκτείνομαι, τεντώνομαι, [[ξαπλώνω]] («ἡ μὲν εἰς [[στρωματόδεσμον]] ἐνδῡσα προτείνει μακρὰν ἑαυτήν», Πλουτ.)<br /><b>4.</b> [[εκθέτω]] σε κίνδυνο («οὗ σύ... τὴν σὴν προτείνων προύκαμες ψυχήν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[προσφέρω]], [[παρέχω]] («προτείνομέν γε δραχμὰς εἴκοσιν»)<br /><b>6.</b> [[παραδίδω]], [[παραχωρώ]] («ὡς δὲ προέτειναν αὐτὸν τοῖς ἱμᾱσιν, εἶπε... Ῥωμαῖον... ἔξεστιν ὑμῖν μαστίζειν;», ΚΔ)<br /><b>7.</b> [[προβάλλω]] ως [[πρόταση]] σε συλλογισμό<br /><b>8.</b> [[υποβάλλω]] για [[κρίση]], [[θέτω]] ένα [[ζήτημα]] ή [[πρόβλημα]] για [[λύση]]<br /><b>9.</b> εκτείνομαι [[προς]] τα [[εμπρός]] ή σε [[μάκρος]], [[προεξέχω]] («προτείνουσα εἰς τὸ [[πέλαγος]]... [[ἄκρα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> ([[κατά]] το λεξ. Σούδ.) «προτείνειν, δωρεῖσθαι, χαρίζεσθαι»<br /><b>11.</b> <b>μτφ.</b> [[προβάλλω]] ως [[πρόφαση]], [[αφορμή]], [[δικαιολογία]] («ἤν μὴ ἀξιόχρεον πρόφασιν προτείνῃ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>μέσ.</b> <i>προτείνομαι</i><br />[[προβάλλω]] ως [[παράδειγμα]] («δοκεῑς μοι ὁμοιοτάτοις προτείνεσθαι ἀνθρώποις περὶ τὰ [[πολιτικά]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> α) «προτείνειν χεῖρα δεξιάν» — [[προσφέρω]] το δεξί [[χέρι]] ως εχέγγυο πίστης<br />β) «μισθὸν προτείνεσθαι» — το να απαιτεί, να ζητά [[κανείς]] [[μισθό]] ή [[αμοιβή]] για τον εαυτό του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[προτεταμένως]] Α<br />με [[τάση]] [[προς]] τα [[εμπρός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm