Anonymous

εὐόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐόφθαλμος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει ωραία μάτια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει οξύ [[βλέμμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[ευχάριστος]] στο [[βλέμμα]] των άλλων, που έχει ευχάριστη θέα, ο καλοκοίταχτος<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται με άγρυπνα μάτια («[[εὐόφθαλμος]] [[ψαλμωδία]]»)<br /><b>4.</b> (μτφ. για λόγο, [[δοξασία]], [[θεωρία]], [[γνώμη]]) α) [[ευπρόσωπος]]<br />β) <b>συνεκδ.</b> [[πιθανός]], [[ευλογοφανής]] («εὐόφθαλμον ἀκοῡσαι μόνον», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐοφθάλμως</i> (ΑΜ)<br />με [[ευπρέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οφθαλμός]]].
|mltxt=[[εὐόφθαλμος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει ωραία μάτια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει οξύ [[βλέμμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[ευχάριστος]] στο [[βλέμμα]] των άλλων, που έχει ευχάριστη θέα, ο καλοκοίταχτος<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται με άγρυπνα μάτια («[[εὐόφθαλμος]] [[ψαλμωδία]]»)<br /><b>4.</b> (μτφ. για λόγο, [[δοξασία]], [[θεωρία]], [[γνώμη]]) α) [[ευπρόσωπος]]<br />β) <b>συνεκδ.</b> [[πιθανός]], [[ευλογοφανής]] («εὐόφθαλμον ἀκοῦσαι μόνον», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐοφθάλμως</i> (ΑΜ)<br />με [[ευπρέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οφθαλμός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm