Anonymous

λιπαρής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - " syll." to " syllable")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιπαρής]], -ές (Α) [[λιπαρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που εμμένει, [[επίμονος]], [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]] («εὑρήσεις γάρ με λιπαρῆ [[ὄντα]] περὶ τὰ λεγόμενα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα ή καταστάσεις) [[συνεχής]], [[διαρκής]], [[αδιάλειπτος]] (α. «[[οὐδέν]] ἐλλείψουσι αὗται λιπαροῡς χειρουργίας», <b>Αριστοφ.</b> β. «[[λιπαρής]] [[πυρετός]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που παρακαλεί με [[επιμονή]], που εκλιπαρεί και γίνεται [[ενοχλητικός]], [[φορτικός]] («λιπαρεῑς ἧσαν δεόμενοι [[μηκέτι]] νομίζειν αὐτοὺς πολεμίους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που κολακεύει με χαμερπή τρόπο<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιπαρές</i><br />φορτική [[συμπεριφορά]], επίμονη [[ικεσία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «πρὸς τὸ λιπαρές» — φορτικά, ενοχλητικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιπαρῶς</i> (Α)<br />με πιεστικό τρόπο, φορτικά, ενοχλητικά.
|mltxt=[[λιπαρής]], -ές (Α) [[λιπαρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που εμμένει, [[επίμονος]], [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]] («εὑρήσεις γάρ με λιπαρῆ [[ὄντα]] περὶ τὰ λεγόμενα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα ή καταστάσεις) [[συνεχής]], [[διαρκής]], [[αδιάλειπτος]] (α. «[[οὐδέν]] ἐλλείψουσι αὗται λιπαροῦς χειρουργίας», <b>Αριστοφ.</b> β. «[[λιπαρής]] [[πυρετός]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που παρακαλεί με [[επιμονή]], που εκλιπαρεί και γίνεται [[ενοχλητικός]], [[φορτικός]] («λιπαρεῑς ἧσαν δεόμενοι [[μηκέτι]] νομίζειν αὐτοὺς πολεμίους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που κολακεύει με χαμερπή τρόπο<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιπαρές</i><br />φορτική [[συμπεριφορά]], επίμονη [[ικεσία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «πρὸς τὸ λιπαρές» — φορτικά, ενοχλητικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιπαρῶς</i> (Α)<br />με πιεστικό τρόπο, φορτικά, ενοχλητικά.
}}
}}
{{lsm
{{lsm