Anonymous

παρηγορία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[παρηγοριά]] και παρηγόρια Ν, ιων. τ. παρηγορίη Α<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[παρηγορώ]], ο [[μετριασμός]] του ψυχικού πόνου και η [[ανακούφιση]] του πάσχοντος με [[κατάλληλα]] [[λόγια]], η [[παραμυθία]]<br /><b>νεοελ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[καθετί]] που απαλύνει τον [[ψυχικό]] πόνο<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] στον τ. [[παρηγοριά]]) η [[μετάβαση]] και [[συνήθως]] η [[διανυκτέρευση]] τών [[φίλων]] στο [[σπίτι]] εκτιθέμενου νεκρού<br /><b>3.</b> [[γεύμα]] που παρατίθεται στην [[οικία]] νεκρού [[μετά]] τον ενταφιασμό του, αλλ. [[μακαριά]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «[[παρηγοριά]] στον άρρωστο ώσπου να βγει η [[ψυχή]] του» — λέγεται στην [[περίπτωση]] απατηλών υποσχέσεων ή σχετικά με μάταιη [[ελπίδα]] ή [[αναμονή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρόρμηση]], [[προτροπή]]<br /><b>2.</b> [[κατευνασμός]], [[κατάπαυση]] («[[παρηγοριά]] τοῦ παροξυσμοῡ», Αρετ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ενίσχυση]]<br /><b>4.</b> [[επώνυμο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ίση [[παρηγοριά]]» — [[ισηγορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[παρηγορία]] (> [[παρηγοριά]]) <span style="color: red;"><</span> [[παρηγορώ]], ενώ ο τ. <i>παρηγόρια</i> <span style="color: red;"><</span> [[παρηγορώ]] υποχωρητικά].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[παρηγοριά]] και παρηγόρια Ν, ιων. τ. παρηγορίη Α<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[παρηγορώ]], ο [[μετριασμός]] του ψυχικού πόνου και η [[ανακούφιση]] του πάσχοντος με [[κατάλληλα]] [[λόγια]], η [[παραμυθία]]<br /><b>νεοελ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[καθετί]] που απαλύνει τον [[ψυχικό]] πόνο<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] στον τ. [[παρηγοριά]]) η [[μετάβαση]] και [[συνήθως]] η [[διανυκτέρευση]] τών [[φίλων]] στο [[σπίτι]] εκτιθέμενου νεκρού<br /><b>3.</b> [[γεύμα]] που παρατίθεται στην [[οικία]] νεκρού [[μετά]] τον ενταφιασμό του, αλλ. [[μακαριά]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «[[παρηγοριά]] στον άρρωστο ώσπου να βγει η [[ψυχή]] του» — λέγεται στην [[περίπτωση]] απατηλών υποσχέσεων ή σχετικά με μάταιη [[ελπίδα]] ή [[αναμονή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρόρμηση]], [[προτροπή]]<br /><b>2.</b> [[κατευνασμός]], [[κατάπαυση]] («[[παρηγοριά]] τοῦ παροξυσμοῦ», Αρετ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ενίσχυση]]<br /><b>4.</b> [[επώνυμο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ίση [[παρηγοριά]]» — [[ισηγορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[παρηγορία]] (> [[παρηγοριά]]) <span style="color: red;"><</span> [[παρηγορώ]], ενώ ο τ. <i>παρηγόρια</i> <span style="color: red;"><</span> [[παρηγορώ]] υποχωρητικά].
}}
}}
{{lsm
{{lsm