Anonymous

τόκος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "Homer down" to "Homer down")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[γόνος]], [[γέννημα]], [[τέκνο]]<br /><b>2.</b> το [[κέρδος]] που αποφέρουν χρήματα που έχουν δανειστεί για ένα ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] και με ορισμένο [[επιτόκιο]], η [[τιμή]] που [[πρέπει]] να καταβληθεί για τη [[χρήση]] μιας πίστωσης ή ποσότητας χρημάτων (α. «μού επέστρεψε τα χρήματα [[χωρίς]], όμως, τους τόκους» β. «τοῡ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους κομιζόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(καταχρ.)</b> το [[επιτόκιο]]<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[είδος]] σταθερού πολιτικού, όχι φυσικού, καρπού, [[δηλαδή]] [[εισόδημα]] που απορρέει από χρηματικό ή άλλης φύσεως αντικαταστατών πραγμάτων [[κεφάλαιο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τραπεζικός]] [[τόκος]]» — ο [[τόκος]] που εισπράττεται από [[τράπεζα]] για δάνεια τα οποία χορηγεί ή ο [[τόκος]] που καταβάλλεται από [[τράπεζα]] για καταθέσεις οι οποίες γίνονται σ' αυτήν<br />β) «[[προεξοφλητικός]] [[τόκος]]» — το προεξοφλητικό [[επιτόκιο]] (<b>βλ.</b> [[προεξοφλητικός]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) ο [[τοκετός]], η [[γέννα]] («Ἀλκμήνης δ' ἀπέπαυσε τόκον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[χρόνος]] του τοκετού<br /><b>3.</b> [[εμβρυώδης]] [[κατάσταση]] («ἡ [[φύσις]] τοῦ παιδίου τοῦ ἐν τόκῳ», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (γενικά) [[δημιούργημα]], [[δημιουργία]] («ἤ τίκτων λόγους ἤ τῶν ἑτέρων τόκον λαμβάνειν», Λιβάν.)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπίεση]], [[στενοχώρια]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[τόκος]] τόκου» ή «τόκοι τόκων» — [[ανατοκισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τοκ</i>-της ρίζας του ρ. [[τίκτω]] (<b>βλ. λ.</b> [[τίκτω]])].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[γόνος]], [[γέννημα]], [[τέκνο]]<br /><b>2.</b> το [[κέρδος]] που αποφέρουν χρήματα που έχουν δανειστεί για ένα ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] και με ορισμένο [[επιτόκιο]], η [[τιμή]] που [[πρέπει]] να καταβληθεί για τη [[χρήση]] μιας πίστωσης ή ποσότητας χρημάτων (α. «μού επέστρεψε τα χρήματα [[χωρίς]], όμως, τους τόκους» β. «τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους κομιζόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(καταχρ.)</b> το [[επιτόκιο]]<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[είδος]] σταθερού πολιτικού, όχι φυσικού, καρπού, [[δηλαδή]] [[εισόδημα]] που απορρέει από χρηματικό ή άλλης φύσεως αντικαταστατών πραγμάτων [[κεφάλαιο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τραπεζικός]] [[τόκος]]» — ο [[τόκος]] που εισπράττεται από [[τράπεζα]] για δάνεια τα οποία χορηγεί ή ο [[τόκος]] που καταβάλλεται από [[τράπεζα]] για καταθέσεις οι οποίες γίνονται σ' αυτήν<br />β) «[[προεξοφλητικός]] [[τόκος]]» — το προεξοφλητικό [[επιτόκιο]] (<b>βλ.</b> [[προεξοφλητικός]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) ο [[τοκετός]], η [[γέννα]] («Ἀλκμήνης δ' ἀπέπαυσε τόκον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[χρόνος]] του τοκετού<br /><b>3.</b> [[εμβρυώδης]] [[κατάσταση]] («ἡ [[φύσις]] τοῦ παιδίου τοῦ ἐν τόκῳ», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (γενικά) [[δημιούργημα]], [[δημιουργία]] («ἤ τίκτων λόγους ἤ τῶν ἑτέρων τόκον λαμβάνειν», Λιβάν.)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπίεση]], [[στενοχώρια]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[τόκος]] τόκου» ή «τόκοι τόκων» — [[ανατοκισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τοκ</i>-της ρίζας του ρ. [[τίκτω]] (<b>βλ. λ.</b> [[τίκτω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm