3,277,119
edits
m (Text replacement - "Winer s Grammar" to "Winer's Grammar") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ΝΜΑ [[στρατός]]<br />(μέσ. και παθ.) <i>στρατεύομαι</i><br />καλούμαι και κατατάσσομαι στον στρατό, καλούμαι να υπηρετήσω ως [[στρατιώτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (το μέσ.) <i>στρατεύομαι</i><br />τάσσομαι στην [[υπηρεσία]] ενός σκοπού<br /><b>2.</b> (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) <i>στρατευόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br /><b>μτφ.</b> αυτός που συμμετέχει σε έναν αγώνα ή αυτός που οφείλει να συμμετέχει σε αγώνα για την [[υπεράσπιση]], την [[προώθηση]] ή, αντίθετα, την [[καταπολέμηση]] μιας ιδεολογίας («η στρατευόμενη Εκκλησία» — η επίγεια, εγκόσμια [[εκκλησία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την επουράνια, η οποία αγωνίζεται [[κατά]] της αμαρτίας και τών επηρειών του διαβόλου)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>στρατευμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αυτός που υπηρετεί στον στρατό («στρατευμένα [[νιάτα]]»)<br />β) <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εθελοντικά υπηρετεί μια [[ιδέα]] ή έναν σκοπό κοινωνικό ή πολιτικό (α. «στρατευμένος [[ποιητής]]» β. «στρατευμένη [[τέχνη]]» — [[τέχνη]] που υπηρετεί πολιτικές, εθνικές ή άλλες σκοπιμότητες)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[στράτευμα]] ή στόλο [[εναντίον]] κάποιου, [[εκστρατεύω]] («[[ἐπεὶ]] οὖν Τισσαφέρνης ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἐστράτευσεν...», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[εκστρατεία]]<br /><b>3.</b> [[συγκεντρώνω]] στρατό, [[κατατάσσω]] ως στρατιώτη, [[στρατολογώ]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> κινούμαι επιθετικά [[εναντίον]] κάποιου («ἑνὸς δ' ἐπ' ἀνδρὸς δώματα στρατεύοιεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (μέσ. και παθ.) [[υπηρετώ]] στον στρατό<br /><b>6.</b> (το αρσ. μτχ. μέσ. αορ.) <i>στρατευσάμενος</i><br />αυτός που βρίσκεται στον στρατό, αυτός που βρίσκεται σε πόλεμο<br /><b>7.</b> (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>ἐστρατευμένος</i><br />αυτός που εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, που έχει υπηρετήσει ως [[στρατιώτης]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «στρατεύεσθαι [[μετά]] τινων» — το να εκστρατεύει [[κανείς]] [[μαζί]] με άλλον (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «στρατεύεσθαι [[ὑπέρ]] τινος» — το να εκστρατεύει [[κανείς]] για την [[υπεράσπιση]] κάποιου<br />(<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «στρατεύεσθαι ὑπό τινι» — το να εκστρατεύει [[κανείς]] υπό την [[αρχηγία]] κάποιου (<b>Πλούτ.</b>)<br />δ) | |mltxt=<b>(I)</b><br />ΝΜΑ [[στρατός]]<br />(μέσ. και παθ.) <i>στρατεύομαι</i><br />καλούμαι και κατατάσσομαι στον στρατό, καλούμαι να υπηρετήσω ως [[στρατιώτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (το μέσ.) <i>στρατεύομαι</i><br />τάσσομαι στην [[υπηρεσία]] ενός σκοπού<br /><b>2.</b> (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) <i>στρατευόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br /><b>μτφ.</b> αυτός που συμμετέχει σε έναν αγώνα ή αυτός που οφείλει να συμμετέχει σε αγώνα για την [[υπεράσπιση]], την [[προώθηση]] ή, αντίθετα, την [[καταπολέμηση]] μιας ιδεολογίας («η στρατευόμενη Εκκλησία» — η επίγεια, εγκόσμια [[εκκλησία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την επουράνια, η οποία αγωνίζεται [[κατά]] της αμαρτίας και τών επηρειών του διαβόλου)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>στρατευμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αυτός που υπηρετεί στον στρατό («στρατευμένα [[νιάτα]]»)<br />β) <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εθελοντικά υπηρετεί μια [[ιδέα]] ή έναν σκοπό κοινωνικό ή πολιτικό (α. «στρατευμένος [[ποιητής]]» β. «στρατευμένη [[τέχνη]]» — [[τέχνη]] που υπηρετεί πολιτικές, εθνικές ή άλλες σκοπιμότητες)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[στράτευμα]] ή στόλο [[εναντίον]] κάποιου, [[εκστρατεύω]] («[[ἐπεὶ]] οὖν Τισσαφέρνης ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἐστράτευσεν...», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[εκστρατεία]]<br /><b>3.</b> [[συγκεντρώνω]] στρατό, [[κατατάσσω]] ως στρατιώτη, [[στρατολογώ]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> κινούμαι επιθετικά [[εναντίον]] κάποιου («ἑνὸς δ' ἐπ' ἀνδρὸς δώματα στρατεύοιεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (μέσ. και παθ.) [[υπηρετώ]] στον στρατό<br /><b>6.</b> (το αρσ. μτχ. μέσ. αορ.) <i>στρατευσάμενος</i><br />αυτός που βρίσκεται στον στρατό, αυτός που βρίσκεται σε πόλεμο<br /><b>7.</b> (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>ἐστρατευμένος</i><br />αυτός που εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, που έχει υπηρετήσει ως [[στρατιώτης]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «στρατεύεσθαι [[μετά]] τινων» — το να εκστρατεύει [[κανείς]] [[μαζί]] με άλλον (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «στρατεύεσθαι [[ὑπέρ]] τινος» — το να εκστρατεύει [[κανείς]] για την [[υπεράσπιση]] κάποιου<br />(<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «στρατεύεσθαι ὑπό τινι» — το να εκστρατεύει [[κανείς]] υπό την [[αρχηγία]] κάποιου (<b>Πλούτ.</b>)<br />δ) «μισθοῦ στρατεύεσθαι» — το να λαμβάνει [[κανείς]] [[μέρος]], να συμμετέχει σε [[εκστρατεία]] ως [[μισθοφόρος]] (<b>Ξεν.</b>)<br />ε) «ἐκ καταλόγου στρατεύεσθαι» — το να υπηρετεί [[κανείς]] στον στρατό ως [[εγγεγραμμένος]] στους καταλόγους τών στρατευσίμων (<b>Ξεν.</b>)<br />στ) «οἱ στρατευόμενοι Ἕλληνες» — οι Έλληνες που υπηρετούν στον στρατό (<b>Αριστοφ.</b>).<br /> <b>(II)</b><br />Ν [[στράτα]]<br /><b>μτφ.</b> [[οδηγώ]] στον σωστό δρόμο («ο [[θεός]] να σέ στρατέψει»). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |