συμφύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και [[συμφύνω]] Α [[φύω]] / [[φύομαι]]<br /><b>μέσ.</b> <i>συμφύομαι</i><br />α) [[φύομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με [[κάτι]]<br />β) [[φύομαι]] ενωμένος με [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το μέσ.) α) [[είμαι]] συναρθρωμένος με [[σύμφυση]], [[είμαι]] συνοστεωμένος<br />β) προσφύομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάπτω]], [[συνενώνω]] [[κατά]] [[φυσικό]] τρόπο («ἡ μὲν [[θερμότης]] καὶ [[ψυχρότης]] ὁρίζουσαι καὶ συμφύουσαι καὶ μεταβάλλουσαι τὰ ὁμογενῆ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[πληγή]]) [[επουλώνω]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με τους οφθαλμούς) [[κλείνω]] («διὰ τί οἱ αἰδούμενοι τοὺς ὀφθαλμοὺς συμπεφύκασι;», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> α) συναυξάνομαι<br />β) συνενώνομαι, συγκολλώμαι, συνάπτομαι<br />γ) <b>συνεκδ.</b> [[σκαρφαλώνω]] έρποντας («ἐχώρουν... συμφυόμενοι τοῖς χωρίοις ἀποτόμοις οὖσι καὶ χαλεποῑς», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) <b>μτφ.</b> i) (για πολιτικό [[σύστημα]]) σταθεροποιούμαι<br />ii) (για λόγους, έννοιες) συνδυάζομαι λογικά<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> (για οστά) συγκολλώμαι [[στερεά]].
|mltxt=ΝΑ, και [[συμφύνω]] Α [[φύω]] / [[φύομαι]]<br /><b>μέσ.</b> <i>συμφύομαι</i><br />α) [[φύομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με [[κάτι]]<br />β) [[φύομαι]] ενωμένος με [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το μέσ.) α) [[είμαι]] συναρθρωμένος με [[σύμφυση]], [[είμαι]] συνοστεωμένος<br />β) προσφύομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάπτω]], [[συνενώνω]] [[κατά]] [[φυσικό]] τρόπο («ἡ μὲν [[θερμότης]] καὶ [[ψυχρότης]] ὁρίζουσαι καὶ συμφύουσαι καὶ μεταβάλλουσαι τὰ ὁμογενῆ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[πληγή]]) [[επουλώνω]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με τους οφθαλμούς) [[κλείνω]] («διὰ τί οἱ αἰδούμενοι τοὺς ὀφθαλμοὺς συμπεφύκασι;», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> α) συναυξάνομαι<br />β) συνενώνομαι, συγκολλώμαι, συνάπτομαι<br />γ) <b>συνεκδ.</b> [[σκαρφαλώνω]] έρποντας («ἐχώρουν... συμφυόμενοι τοῖς χωρίοις ἀποτόμοις οὖσι καὶ χαλεποῖς», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) <b>μτφ.</b> i) (για πολιτικό [[σύστημα]]) σταθεροποιούμαι<br />ii) (για λόγους, έννοιες) συνδυάζομαι λογικά<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> (για οστά) συγκολλώμαι [[στερεά]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm