Anonymous

ὀρεινός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῑς" to "οῖς"
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀρεινός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη («ορεινό [[κλίμα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που κατοικεί στα όρη, [[βουνήσιος]] («ἐν τοῖς ὀρεινοῑς Θραξὶ [[πλησίον]] κατεσκήνησαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] όρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[ορεινός]], <i>η ορεινή</i><br />[[κάτοικος]] του βουνού, [[ορεσίβιος]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως κύριο όν. στον πληθ.) <i>οι Ορεινοί</i><br />α) η [[ομάδα]] τών βουλευτών της Συμβατικής Συνέλευσης που [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της γαλλικής επανάστασης κατείχαν το «όρος», [[δηλαδή]] τα άνω έδρανα της αίθουσας, και ήταν αντίπαλοι τών Γιρονδίνων και του βασιλιά και από τις γραμμές τών οποίων αναδείχθηκαν οι Ντεμουλέν, Σαιν Ζυστ, Δαντών, Μαρά, Ροβεσπιέρος και άλλοι ηγέτες<br />β) ελληνική [[πολιτική]] [[παράταξη]] που έδρασε [[κατά]] την περίοδο της Μεσοβασιλείας από τον Οκτώβριο 1862 ώς τον Οκτώβριο 1863 και τών συνεδριάσεων της Β' Εθνικής Συνέλευσης στην Αθήνα [[μέχρι]] την [[ανάρρηση]] στον θρόνο του βασιλιά Γεωργίου Β'<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ορεινοί άνεμοι» — τοπικοί άνεμοι που οφείλονται στη [[γειτονία]] ορεινών εξάρσεων και κοιλάδων<br />β) «ορεινό [[κλίμα]]» — ψυχρό [[κλίμα]] με ήρεμο χειμερινό καιρό που ευνοεί τις θερμοκρασιακές αναστροφές<br />γ) «ορεινό [[συγκρότημα]]» — [[ομάδα]] οροσειρών ευθυγραμμισμένων και παρόμοιων ως [[προς]] τη γενική [[μορφή]] και [[κατασκευή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὀρεινή</i><br />[[χώρα]] γεμάτη βουνά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀρεινόν</i><br />ο [[χαρακτήρας]] του ορεσιβίου, ο [[άγριος]] και [[ανυπότακτος]] [[χαρακτήρας]]<br /><b>3.</b> (για ζώα και φυτά) αυτός που ζει, που ευδοκιμεί στα βουνά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἱμάτιον]] ὀρεινόν» — [[χιτώνας]] από άξαντο και άπλυτο [[μαλλί]], χοντροϋφασμένος<br /><b>5.</b> (σε αιγυπτ. πάπ. ως επίθ. τών διωρύγων) αυτός που ανήκει στο [[άκρο]], στο [[τέρμα]] της ερήμου («ὀρεινή [[διῶρυξ]] Πολέμωνος»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀρεσ</i>-<i>νός</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρεσ</i>- της λ. [[ὄρος]] [II]), με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>σν</i>- και [[αντέκταση]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀλγεινός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλγεσνός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀρεινός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη («ορεινό [[κλίμα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που κατοικεί στα όρη, [[βουνήσιος]] («ἐν τοῖς ὀρεινοῖς Θραξὶ [[πλησίον]] κατεσκήνησαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] όρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[ορεινός]], <i>η ορεινή</i><br />[[κάτοικος]] του βουνού, [[ορεσίβιος]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως κύριο όν. στον πληθ.) <i>οι Ορεινοί</i><br />α) η [[ομάδα]] τών βουλευτών της Συμβατικής Συνέλευσης που [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της γαλλικής επανάστασης κατείχαν το «όρος», [[δηλαδή]] τα άνω έδρανα της αίθουσας, και ήταν αντίπαλοι τών Γιρονδίνων και του βασιλιά και από τις γραμμές τών οποίων αναδείχθηκαν οι Ντεμουλέν, Σαιν Ζυστ, Δαντών, Μαρά, Ροβεσπιέρος και άλλοι ηγέτες<br />β) ελληνική [[πολιτική]] [[παράταξη]] που έδρασε [[κατά]] την περίοδο της Μεσοβασιλείας από τον Οκτώβριο 1862 ώς τον Οκτώβριο 1863 και τών συνεδριάσεων της Β' Εθνικής Συνέλευσης στην Αθήνα [[μέχρι]] την [[ανάρρηση]] στον θρόνο του βασιλιά Γεωργίου Β'<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ορεινοί άνεμοι» — τοπικοί άνεμοι που οφείλονται στη [[γειτονία]] ορεινών εξάρσεων και κοιλάδων<br />β) «ορεινό [[κλίμα]]» — ψυχρό [[κλίμα]] με ήρεμο χειμερινό καιρό που ευνοεί τις θερμοκρασιακές αναστροφές<br />γ) «ορεινό [[συγκρότημα]]» — [[ομάδα]] οροσειρών ευθυγραμμισμένων και παρόμοιων ως [[προς]] τη γενική [[μορφή]] και [[κατασκευή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὀρεινή</i><br />[[χώρα]] γεμάτη βουνά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀρεινόν</i><br />ο [[χαρακτήρας]] του ορεσιβίου, ο [[άγριος]] και [[ανυπότακτος]] [[χαρακτήρας]]<br /><b>3.</b> (για ζώα και φυτά) αυτός που ζει, που ευδοκιμεί στα βουνά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἱμάτιον]] ὀρεινόν» — [[χιτώνας]] από άξαντο και άπλυτο [[μαλλί]], χοντροϋφασμένος<br /><b>5.</b> (σε αιγυπτ. πάπ. ως επίθ. τών διωρύγων) αυτός που ανήκει στο [[άκρο]], στο [[τέρμα]] της ερήμου («ὀρεινή [[διῶρυξ]] Πολέμωνος»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀρεσ</i>-<i>νός</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρεσ</i>- της λ. [[ὄρος]] [II]), με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>σν</i>- και [[αντέκταση]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀλγεινός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλγεσνός</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm