Anonymous

ἀγοραῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
m (Text replacement - "Winer s Grammar" to "Winer's Grammar")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=agoraios
|Transliteration C=agoraios
|Beta Code=a)gorai=os
|Beta Code=a)gorai=os
|Definition=[ᾰγ], ον, (fem. [[ἀγοραία]] [[epithet]] of [[Artemis]] and [[Athena]], v. infr.):—<br><span class="bld">A</span> [[in the agora]], [[of the agora]], or [[belong]]ing to the [[ἀγορά]], [[Ζεὺς]] Ἀγοραῖος as [[guardian of popular assemblies]], Hdt.5.46, A.Eu.973 (lyr.), E.Heracl.70; [[Ἑρμῆς]] Ἀγοραῖος as [[patron of traffic]], Ar.Eq.297, cf. IPE12.128 (Olbia), IG12(8).67 (Thasos), Paus.1.15.1; [[Ἄρτεμις]] Ἀγοραῖα at [[Olympia]], Id.5.15.4; [[Ἀθηνᾶ]] Ἀγοραῖα at [[Sparta]], Id.3.11.9; generally, θεοὶ ἀ. A.Ag.90.<br><span class="bld">2</span> of things, [[τὰ ἀγοραῖα]] = [[details of market business]], Pl.R.425c.<br><span class="bld">II</span> [[frequenting the market]], ὁ ἀγοραῖος [[ὄχλος]] X.HG6.2.23; δήμου εἶδος Arist.Pol.1291b19, etc.; τὸ ἀγοραῖον [[πλῆθος]] . . τὸ περὶ τὰς πράσεις καὶ τὰς ὠνὰς καὶ τὰς [[ἐμπορία]]ς καὶ [[καπηλεία]]ς διατρῖβον ib.1291a4:—[[ἀγοραῖοι]] (with or without [[ἄνθρωποι]]), οἱ, those who [[frequent]]ed the [[ἀγορά]], Hdt.1.93, 2.141; opp. [[ἔμπορος|ἔμποροι]], X. Vect.3.13, but = [[trader]]s (i.e. [[sutler]]s), Ael.Tact.2.2:—hence, [[the common sort]], [[low fellows]], Ar.Ra.1015, Pl.Prt.347c, Thphr.Char.6.2; of agitators, Act.Ap.17.5, Plu.Aem.38: Comp., [[the baser sort]], Ptol. Euerg.''1''. Adv. [[ἀγοραίως]], [[λέγειν]] D.H.Rh.10.11.<br><span class="bld">2</span> of things, [[vulgar]], [[σκώμμα]]τα Ar.Pax750; τοὺς νοῦς ἀ. ἧττον . . ποιῶ Id.Fr.471; ἀγοραίος [[φιλία]] (opp. [[ἐλευθέριος]]) Arist.EN1162b26; [[common]], ἄρτοι Lync. ap. Ath.3.109d.<br><span class="bld">III</span> generally, [[proper]] to the [[ἀγορά]], [[skilled in]], [[suit]]ed for [[forensic]] [[speaking]], Plu.Per.11, al.:—[[ἀγοραος]] (sc. [[ἡμέρα]]) [[court-day]], [[assize]], τὰς ἀ. ποιεῖσθαι Str.13.4.12; ἄγειν τὴν ἀγοραῖον Epist. Galb. ap. J.AJ14.10.21, cf.Act.Ap.19.38, IGRom.4.790. Adv. [[ἀγοραίως]] = [[in forensic style]], Plu. CG4, Ant.24.<br><span class="bld">2</span> [[ἀγοραῖος]], [[ὁ]], = [[tabellio]], [[notary]], Aristid.Or.50(26).94, Edict.Diocl.7.41, Gloss.; also, [[pleader]], [[advocate]], in plural, Philostr.VA 6.36.<br><span class="bld">b</span> [[ἀγοραῖος]], ἡ, [[market]]-[[day]], IGRom.4.1381 (Lydia). (The distinction [[ἀγόραιος]] [[vulgar]], [[ἀγοραῖος]] [[public speaker]], drawn by Ammon., etc., is prob. fictitious.)
|Definition=[ᾰγ], ον, (fem. [[ἀγοραία]] [[epithet]] of [[Artemis]] and [[Athena]], v. infr.):—<br><span class="bld">A</span> [[in the agora]], [[of the agora]], or [[belong]]ing to the [[ἀγορά]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἀγοραῖος as [[guardian of popular assemblies]], Hdt.5.46, A.Eu.973 (lyr.), E.Heracl.70; [[Ἑρμῆς]] Ἀγοραῖος as [[patron of traffic]], Ar.Eq.297, cf. IPE12.128 (Olbia), IG12(8).67 (Thasos), Paus.1.15.1; [[Ἄρτεμις]] Ἀγοραῖα at [[Olympia]], Id.5.15.4; [[Ἀθηνᾶ]] Ἀγοραῖα at [[Sparta]], Id.3.11.9; generally, θεοὶ ἀ. A.Ag.90.<br><span class="bld">2</span> of things, [[τὰ ἀγοραῖα]] = [[details of market business]], Pl.R.425c.<br><span class="bld">II</span> [[frequenting the market]], ὁ ἀγοραῖος [[ὄχλος]] X.HG6.2.23; δήμου εἶδος Arist.Pol.1291b19, etc.; τὸ ἀγοραῖον [[πλῆθος]] . . τὸ περὶ τὰς πράσεις καὶ τὰς ὠνὰς καὶ τὰς [[ἐμπορία]]ς καὶ [[καπηλεία]]ς διατρῖβον ib.1291a4:—[[ἀγοραῖοι]] (with or without [[ἄνθρωποι]]), οἱ, those who [[frequent]]ed the [[ἀγορά]], Hdt.1.93, 2.141; opp. [[ἔμπορος|ἔμποροι]], X. Vect.3.13, but = [[trader]]s (i.e. [[sutler]]s), Ael.Tact.2.2:—hence, [[the common sort]], [[low fellows]], Ar.Ra.1015, Pl.Prt.347c, Thphr.Char.6.2; of agitators, Act.Ap.17.5, Plu.Aem.38: Comp., [[the baser sort]], Ptol. Euerg.''1''. Adv. [[ἀγοραίως]], [[λέγειν]] D.H.Rh.10.11.<br><span class="bld">2</span> of things, [[vulgar]], [[σκώμμα]]τα Ar.Pax750; τοὺς νοῦς ἀ. ἧττον . . ποιῶ Id.Fr.471; ἀγοραίος [[φιλία]] (opp. [[ἐλευθέριος]]) Arist.EN1162b26; [[common]], ἄρτοι Lync. ap. Ath.3.109d.<br><span class="bld">III</span> generally, [[proper]] to the [[ἀγορά]], [[skilled in]], [[suit]]ed for [[forensic]] [[speaking]], Plu.Per.11, al.:—[[ἀγοραος]] (sc. [[ἡμέρα]]) [[court-day]], [[assize]], τὰς ἀ. ποιεῖσθαι Str.13.4.12; ἄγειν τὴν ἀγοραῖον Epist. Galb. ap. J.AJ14.10.21, cf.Act.Ap.19.38, IGRom.4.790. Adv. [[ἀγοραίως]] = [[in forensic style]], Plu. CG4, Ant.24.<br><span class="bld">2</span> [[ἀγοραῖος]], [[ὁ]], = [[tabellio]], [[notary]], Aristid.Or.50(26).94, Edict.Diocl.7.41, Gloss.; also, [[pleader]], [[advocate]], in plural, Philostr.VA 6.36.<br><span class="bld">b</span> [[ἀγοραῖος]], ἡ, [[market]]-[[day]], IGRom.4.1381 (Lydia). (The distinction [[ἀγόραιος]] [[vulgar]], [[ἀγοραῖος]] [[public speaker]], drawn by Ammon., etc., is prob. fictitious.)
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγοραῖος''': [ᾰγ], ον, θηλ. [[ὡσαύτως]] καὶ ἀγοραία, (ὡς ἐπίθ. Ἀρτέμιδος καὶ Ἀθηνᾶς, Παυσ. 5. 15, 4., 3. 11, 9, κτλ). Ὁ ἐν τῇ ἀγορᾷ, ὁ ἐκ τῆς ἀγ. ἢ ὁ ἀνήκων τῇ ἀγορᾷ, [[Ζεὺς]] Ἀγ., ὡς προστάτης τῶν δημοσίων συναθροίσεων, Ἡρόδ. 5. 46, Αἰσχύλ. Εὐμ. 973 (λυρ.), Εὐρ. Ἡρακλ. 70· [[Ἑρμῆς]] ἀγ., ὡς προστάτης τοῦ ἐμπορίου, Ἀριστοφ. Ἱπ. 297, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2078, 2156, Παυσ. 1. 15, 1· καὶ [[καθόλου]] θεοὶ ἀγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 90, πρβλ. Θ. 272. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ἀγ., λεπτομέρειαι τῆς ἐν ἀγορᾷ ἐργασίας, Πλάτ. Πολ. 425C· ἄρτος ἀγ., [[εἶδος]] καλοῦ ἄρτου, Ἀθήν. 109D. ΙΙ. ὁ συχνάζων εἰς τὴν ἀγοράν, ὁ ἀγ. [[ὄχλος]], [[δῆμος]], Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 23, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 2., 6. 4, 14, κτλ:· τὸ ἀγ. [[πλῆθος]]. τὸ περὶ τὰς πράσεις καὶ τὰς ὠνὰς καὶ τὰς ἐμπορίας καὶ τὰς καπηλείας διατρῖβον, αὐτ. 4. 4, 10: - ἀγοραῖοι (μετὰ τοῦ ἄνθρωποι ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), οἱ, οἱ συχνάζοντες εἰς τὴν ἀγοράν, οἱ διημερεύοντες ἐν τῇ ἀγορᾷ, Λατ. circumforanei, subrostrani, Ἡρόδ. 1. 93., 2. 41· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἔμποροι, Ξεν. Πόροι 3. 13: - [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]], οἱ κοινοὶ τῶν ἀνθρώπων, ὁ [[ὄχλος]], (πρβλ. ἀγορὰ ΙΙ. 2, [[ἀγοράζω]] 3.) Ἀριστοφ. Βάτ. 1015, Πλάτ. Πρωτ. 347C, Θεοφρ. Χαρ. 6, Πράξ. Ἀπ. ιζ΄. 5, καὶ ἐν τῷ συγκρ., οἱ ἐκ τοῦ χειροτέρου ὄχλου, Πτολεμ. παρ’ Ἀθην. 438F: - [[ὅθεν]] ἐπίρρ. ἀγοραίως λέγειν, Διον. Ἁλ. περὶ Ῥητορ. 10, 11. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ταπεινός]], [[φαῦλος]], «πρόστυχος», σκώμματα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 750· τοὺς [[νοῦς]] ἀγοραίους ἧττον ... ποιῶ, αὐτ. Ἀποσπ. 397· ἀγ. [[φιλία]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13, 6, πρβλ. [[αὐτόθι]] 6, 4. ΙΙΙ. [[καθόλου]], ὁ προσήκων εἰς τὴν ἀγοράν, πεπειραμένος, ἱκανὸς εἰς τὸ [[δημοσίᾳ]] ἀγορεύειν, Πλουτ. Περικλ. 11: - [[ἀγοραῖος]] (δηλ. [[ἡμέρα]]), [[δικάσιμος]] [[ἡμέρα]], τὰς ἀγ. ποιεῖσθαι, Στραβ. 629: [[ὡσαύτως]] ἄγειν τὸν ἀγοραῖον, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 14. 10, 21, πρβλ. ἀγορὰ ΙΙ. 1, ἐν τέλ. Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄. 38· (ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας γραμματικοί τινες γράφουσι προπαροξ. ἀγόραιος, ὡς ἐν ταῖς πλείσταις ἐκδόσεσι τῆς Κ. Δ.): - Ἐπίρρ. -ως, μὲ ἀγοραῖον [[ὕφος]] ἢ τρόπον, Πλουτ. Γ. Γρακχ. 4, Ἀντων. 24.
|lstext='''ἀγοραῖος''': [ᾰγ], ον, θηλ. [[ὡσαύτως]] καὶ ἀγοραία, (ὡς ἐπίθ. Ἀρτέμιδος καὶ Ἀθηνᾶς, Παυσ. 5. 15, 4., 3. 11, 9, κτλ). Ὁ ἐν τῇ ἀγορᾷ, ὁ ἐκ τῆς ἀγ. ἢ ὁ ἀνήκων τῇ ἀγορᾷ, [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἀγ., ὡς προστάτης τῶν δημοσίων συναθροίσεων, Ἡρόδ. 5. 46, Αἰσχύλ. Εὐμ. 973 (λυρ.), Εὐρ. Ἡρακλ. 70· [[Ἑρμῆς]] ἀγ., ὡς προστάτης τοῦ ἐμπορίου, Ἀριστοφ. Ἱπ. 297, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2078, 2156, Παυσ. 1. 15, 1· καὶ [[καθόλου]] θεοὶ ἀγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 90, πρβλ. Θ. 272. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ἀγ., λεπτομέρειαι τῆς ἐν ἀγορᾷ ἐργασίας, Πλάτ. Πολ. 425C· ἄρτος ἀγ., [[εἶδος]] καλοῦ ἄρτου, Ἀθήν. 109D. ΙΙ. ὁ συχνάζων εἰς τὴν ἀγοράν, ὁ ἀγ. [[ὄχλος]], [[δῆμος]], Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 23, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 2., 6. 4, 14, κτλ:· τὸ ἀγ. [[πλῆθος]]. τὸ περὶ τὰς πράσεις καὶ τὰς ὠνὰς καὶ τὰς ἐμπορίας καὶ τὰς καπηλείας διατρῖβον, αὐτ. 4. 4, 10: - ἀγοραῖοι (μετὰ τοῦ ἄνθρωποι ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), οἱ, οἱ συχνάζοντες εἰς τὴν ἀγοράν, οἱ διημερεύοντες ἐν τῇ ἀγορᾷ, Λατ. circumforanei, subrostrani, Ἡρόδ. 1. 93., 2. 41· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἔμποροι, Ξεν. Πόροι 3. 13: - [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]], οἱ κοινοὶ τῶν ἀνθρώπων, ὁ [[ὄχλος]], (πρβλ. ἀγορὰ ΙΙ. 2, [[ἀγοράζω]] 3.) Ἀριστοφ. Βάτ. 1015, Πλάτ. Πρωτ. 347C, Θεοφρ. Χαρ. 6, Πράξ. Ἀπ. ιζ΄. 5, καὶ ἐν τῷ συγκρ., οἱ ἐκ τοῦ χειροτέρου ὄχλου, Πτολεμ. παρ’ Ἀθην. 438F: - [[ὅθεν]] ἐπίρρ. ἀγοραίως λέγειν, Διον. Ἁλ. περὶ Ῥητορ. 10, 11. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ταπεινός]], [[φαῦλος]], «πρόστυχος», σκώμματα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 750· τοὺς [[νοῦς]] ἀγοραίους ἧττον ... ποιῶ, αὐτ. Ἀποσπ. 397· ἀγ. [[φιλία]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13, 6, πρβλ. [[αὐτόθι]] 6, 4. ΙΙΙ. [[καθόλου]], ὁ προσήκων εἰς τὴν ἀγοράν, πεπειραμένος, ἱκανὸς εἰς τὸ [[δημοσίᾳ]] ἀγορεύειν, Πλουτ. Περικλ. 11: - [[ἀγοραῖος]] (δηλ. [[ἡμέρα]]), [[δικάσιμος]] [[ἡμέρα]], τὰς ἀγ. ποιεῖσθαι, Στραβ. 629: [[ὡσαύτως]] ἄγειν τὸν ἀγοραῖον, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 14. 10, 21, πρβλ. ἀγορὰ ΙΙ. 1, ἐν τέλ. Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄. 38· (ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας γραμματικοί τινες γράφουσι προπαροξ. ἀγόραιος, ὡς ἐν ταῖς πλείσταις ἐκδόσεσι τῆς Κ. Δ.): - Ἐπίρρ. -ως, μὲ ἀγοραῖον [[ὕφος]] ἢ τρόπον, Πλουτ. Γ. Γρακχ. 4, Ἀντων. 24.
}}
}}
{{bailly
{{bailly