Anonymous

συγκαταβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαταβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι· ἀόρ. -έβην. Καταβαίνω ἢ [[κατέρχομαι]] μετά τινος, τᾷ σᾷ πτέρυγι Εὐρ. Ἀνδρ. 505· ἅμα τοῖς ᾠοῖς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 5. 13· - μεταφορ., σ. ταῖς ἡλικίαις ἐπὶ τὸν αὐτὸν καιρὸν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 16, 2· πρβλ. [[αὐτόθι]] 9· - ἐπὶ τῶν τριχῶν τῶν κατὰ τὰ πλάγια τοῦ προσώπου, ὡς τὸ [[συγκάτειμι]], Ἰακώψ. εἰς Φιλόστρ. σελ. 266. 2) [[κατέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], ἀντίθετον τῷ [[ἀνέρχομαι]], ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρολογ. 2. 3, 32· [[μάλιστα]] εἰς τὴν παραλίαν, Θουκ. 6. 30· [[μάλιστα]] εἰς τὴν παραλίαν, Θουκ. 6. 30· εἰς ὁμαλοὺς τόπους Πολύβ. 1. 39, 12· ἀπὸ τοῦ λόφου Πλουτ. Κράσσ. 31. 3) [[κατέρχομαι]] εἰς βοήθειάν τινος, [[Ζεὺς]] ... Μοῖρά τε συγκατέβα Αἰσχύλ. Εὐμ. 1046, πρβλ. Χο. 727. 4) ὡς τὸ Λατ. descendere in arenam, σ. εἰς κίνδυνον, εἰς πόλεμον, κτλ., Πολύβ. 3. 89, 8., 5. 66, 7, Διόδ., κτλ.· εἰς παράταξιν Διόδ. 17. 98, κτλ. 5) [[κατέρχομαι]] εἴς τι, συμφωνῶ με τι, εἰς κρίσιν, εἰς συνθήκας, κτλ., Πολύβ. 3. 90, 5., 4. 4, 5. κτλ. 6) μεταφ., [[καταβαίνω]] [[μέχρι]] τινός, [[ὑποβάλλω]] ἐμαυτόν, εἴς τι ὁ αὐτ. 4. 45, 4, κτλ.· σ. εἰς πᾶν, συμφωνῶ ὡς πρὸς πάντας τοὺς ὅρους, ὁ αὐτ. 3. 10, 1· [[καθόλου]], [[κύπτω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], συναινῶ, [[συγκατανεύω]], ὁ αὐτ. 26. 10, 4· [[μάλιστα]] παρὰ τοῖς ἐκκλ., ἐπὶ τοῦ τρόπου, καθ’ ὃν ὁ θεὸς φέρεται πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, εἰς δήλωσιν δηλ. τῆς μακροθυμίας [[αὐτοῦ]] καὶ εὐσπλάγχνου ἀγαθότητος. 7) [[κάμνω]] συγκατάβασιν εἰς τὰς ἀπαιτήσεις μου ἢ εἰς τὴν τὴν τιμὴν ἣν ἀπαιτῶ, ὁ αὐτ. 22. 9, 12. Πρβλ. [[συγκαθίημι]].
|lstext='''συγκαταβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι· ἀόρ. -έβην. Καταβαίνω ἢ [[κατέρχομαι]] μετά τινος, τᾷ σᾷ πτέρυγι Εὐρ. Ἀνδρ. 505· ἅμα τοῖς ᾠοῖς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 5. 13· - μεταφορ., σ. ταῖς ἡλικίαις ἐπὶ τὸν αὐτὸν καιρὸν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 16, 2· πρβλ. [[αὐτόθι]] 9· - ἐπὶ τῶν τριχῶν τῶν κατὰ τὰ πλάγια τοῦ προσώπου, ὡς τὸ [[συγκάτειμι]], Ἰακώψ. εἰς Φιλόστρ. σελ. 266. 2) [[κατέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], ἀντίθετον τῷ [[ἀνέρχομαι]], ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρολογ. 2. 3, 32· [[μάλιστα]] εἰς τὴν παραλίαν, Θουκ. 6. 30· [[μάλιστα]] εἰς τὴν παραλίαν, Θουκ. 6. 30· εἰς ὁμαλοὺς τόπους Πολύβ. 1. 39, 12· ἀπὸ τοῦ λόφου Πλουτ. Κράσσ. 31. 3) [[κατέρχομαι]] εἰς βοήθειάν τινος, [[Ζεύς|Ζεὺς]] ... Μοῖρά τε συγκατέβα Αἰσχύλ. Εὐμ. 1046, πρβλ. Χο. 727. 4) ὡς τὸ Λατ. descendere in arenam, σ. εἰς κίνδυνον, εἰς πόλεμον, κτλ., Πολύβ. 3. 89, 8., 5. 66, 7, Διόδ., κτλ.· εἰς παράταξιν Διόδ. 17. 98, κτλ. 5) [[κατέρχομαι]] εἴς τι, συμφωνῶ με τι, εἰς κρίσιν, εἰς συνθήκας, κτλ., Πολύβ. 3. 90, 5., 4. 4, 5. κτλ. 6) μεταφ., [[καταβαίνω]] [[μέχρι]] τινός, [[ὑποβάλλω]] ἐμαυτόν, εἴς τι ὁ αὐτ. 4. 45, 4, κτλ.· σ. εἰς πᾶν, συμφωνῶ ὡς πρὸς πάντας τοὺς ὅρους, ὁ αὐτ. 3. 10, 1· [[καθόλου]], [[κύπτω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], συναινῶ, [[συγκατανεύω]], ὁ αὐτ. 26. 10, 4· [[μάλιστα]] παρὰ τοῖς ἐκκλ., ἐπὶ τοῦ τρόπου, καθ’ ὃν ὁ θεὸς φέρεται πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, εἰς δήλωσιν δηλ. τῆς μακροθυμίας [[αὐτοῦ]] καὶ εὐσπλάγχνου ἀγαθότητος. 7) [[κάμνω]] συγκατάβασιν εἰς τὰς ἀπαιτήσεις μου ἢ εἰς τὴν τὴν τιμὴν ἣν ἀπαιτῶ, ὁ αὐτ. 22. 9, 12. Πρβλ. [[συγκαθίημι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και συγκατεβαίνω Ν<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[επιεικής]], [[ενδοτικός]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[καταδεκτικός]], [[καταδέχομαι]] (α. «μα πούρ' εσυγκατέβηκα κι ήρθα να σε τιμήσω», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων συγκαταβαίνων ὠμίλει ᾧ τύχοι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατεβαίνω]] [[μαζί]] με κάποιον, [[ιδίως]] σε [[παραλία]] («οὐδ' εἰς τοὺς ὁμαλοὺς [[καθόλου]] συγκαταβῆναι τόπους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[κόμη]]) [[κρέμομαι]] [[κάτω]] («μελέτω σοι τῶν βοστρύχων, ὡς τοὺς μὲν ταῖς παρειαῑς συγκαταβαίνειν ἠρεμα», Φιλόστρ.)<br /><b>3.</b> [[συμβαίνω]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> [[κατέρχομαι]] για να βοηθήσω κάποιον («[[Ζεὺς]]... Μοῑρά τε συγκατέβα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] σε επικίνδυνη [[επιχείρηση]] («συγκατέβησαν εἰς πόλεμον ἀμφότεροι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συμφωνώ]] με κάποιον ή με [[κάτι]]<br />β) [[συναινώ]], [[συγκατανεύω]] («τὸ μὲν πρῶτον εἰς πᾱν συγκατέβαινον», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταβαίνω]] «[[κατέρχομαι]], [[καταλήγω]], [[συγκατατίθημι]]»].
|mltxt=ΝΜΑ, και συγκατεβαίνω Ν<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[επιεικής]], [[ενδοτικός]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[καταδεκτικός]], [[καταδέχομαι]] (α. «μα πούρ' εσυγκατέβηκα κι ήρθα να σε τιμήσω», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων συγκαταβαίνων ὠμίλει ᾧ τύχοι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατεβαίνω]] [[μαζί]] με κάποιον, [[ιδίως]] σε [[παραλία]] («οὐδ' εἰς τοὺς ὁμαλοὺς [[καθόλου]] συγκαταβῆναι τόπους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[κόμη]]) [[κρέμομαι]] [[κάτω]] («μελέτω σοι τῶν βοστρύχων, ὡς τοὺς μὲν ταῖς παρειαῑς συγκαταβαίνειν ἠρεμα», Φιλόστρ.)<br /><b>3.</b> [[συμβαίνω]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> [[κατέρχομαι]] για να βοηθήσω κάποιον («[[Ζεύς|Ζεὺς]]... Μοῑρά τε συγκατέβα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] σε επικίνδυνη [[επιχείρηση]] («συγκατέβησαν εἰς πόλεμον ἀμφότεροι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συμφωνώ]] με κάποιον ή με [[κάτι]]<br />β) [[συναινώ]], [[συγκατανεύω]] («τὸ μὲν πρῶτον εἰς πᾱν συγκατέβαινον», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταβαίνω]] «[[κατέρχομαι]], [[καταλήγω]], [[συγκατατίθημι]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συγκαταβαίνω:''' (fut. συγκαταβήσομαι, aor. 2 συγκατέβην)<br /><b class="num">1)</b> вместе идти вниз, спускаться (ἐς τὸν Πειραιᾶ Thuc.; ἀπὸ τοῦ λόφου Plut.): πτέρυγί τινος συγκαταβῆναι Eur. укрыться под чье-л. крыло;<br /><b class="num">2)</b> идти вместе NT: [[Ζεὺς]] Μοῖρά τε συγκατεβα Aesch. Зевс и Судьба сопутствуют друг другу, т. е. действуют заодно;<br /><b class="num">3)</b> сходиться, согласовываться, совпадать (ταῖς ἡλικίαις Arst.);<br /><b class="num">4)</b> соглашаться: σ. εἰς φόρους καὶ συνθήκας Polyb. соглашаться на уплату дани и на заключение договора; σ. εἰς [[πᾶν]] Polyb. идти на все условия;<br /><b class="num">5)</b> решаться, отваживаться (εἰς τὸν κίνδυνον Polyb.).
|elrutext='''συγκαταβαίνω:''' (fut. συγκαταβήσομαι, aor. 2 συγκατέβην)<br /><b class="num">1)</b> вместе идти вниз, спускаться (ἐς τὸν Πειραιᾶ Thuc.; ἀπὸ τοῦ λόφου Plut.): πτέρυγί τινος συγκαταβῆναι Eur. укрыться под чье-л. крыло;<br /><b class="num">2)</b> идти вместе NT: [[Ζεύς|Ζεὺς]] Μοῖρά τε συγκατεβα Aesch. Зевс и Судьба сопутствуют друг другу, т. е. действуют заодно;<br /><b class="num">3)</b> сходиться, согласовываться, совпадать (ταῖς ἡλικίαις Arst.);<br /><b class="num">4)</b> соглашаться: σ. εἰς φόρους καὶ συνθήκας Polyb. соглашаться на уплату дани и на заключение договора; σ. εἰς [[πᾶν]] Polyb. идти на все условия;<br /><b class="num">5)</b> решаться, отваживаться (εἰς τὸν κίνδυνον Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj