3,274,306
edits
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σωτήριος''': -ον, (σωτὴρ) ὁ σῴζων, ἀπαλάττων, ἐλευθερῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 213, κ. ἀλλ., Θουκ., Πλάτ., κλπ.· ἐπὶ συμπτωμάτων, ὁ δηλῶν ἀνάρρωσιν, Ἱππ. Ἀφορ. 1259· ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου, ἐλπὶς σπέρματος, [[ὅπερ]] μέλλει νὰ διατηρήσῃ ἢ νὰ διαιωνίσῃ τὸ γένος, Αἰσχύλ. Χο. 236· οὕτω πιθανῶς, σωτήριον [[δέον]] νὰ ἐκληφθῇ ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας, ὁ φέρων σωτηρίαν εἰς τὴν πολιτείαν, Σοφ. Ο. Κ. 487, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb, πρβλ. 460. β) μετὰ δοτ., ὁ φέρων ἀσφάλειαν ἢ σωτηρίαν εἰς..., ἄριστα καὶ πόλει σωτ. Αἰσχύλ. Θήβ. 183, πρβλ. Χο. 505, Εὐρ. Ἡρακλ. 402, Φοίν. 918, κλπ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., τῆς βασιλικῆς ἀρχῆς σ. Πλάτ. Ἐπιστ. 354Β, πρβλ. Πολιτικ. 311Α. ― Συγκρ. καὶ ὑπερθετ., τὸ πείθεσθαι σωτηριώτερον αὐτοῖς Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 10· [[ἵππος]] σωτηριώτατος τῷ ἀναβάτῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 3, 12, 2) ἐπὶ προσώπων, σχεδὸν ὡς τὸ [[σωτήρ]], Εὐρ. Ὀρ. 657, Βάκχ. 965, κλπ.· θεοί, [[Ζεὺς]] σ. Σοφ. Ἠλ. 281, Ἀποσπ. 373· μετὰ δοτικ., Θουκ. 7. 64· Ἑλένη ναυτίλοις σ. Εὐρ. Ὀρ. 1637· καὶ μετὰ γενικ. προσώπ., γενοίμεθ’ ἂν [[αὐτοῦ]] σωτήριοι Σοφ. Αἴ. 779. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., σωτήρια, τά, ὡς τὸ [[σωτηρία]], ἡ, [[διάσωσις]], [[ἀσφάλεια]], [[ἀπαλλαγή]], [[λύτρωσις]], τἀκείνου σωτήρια ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 925· (οὕτω, σ. πράγματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 646)· ἡ ἐλπὶς τῶν σ. Ἀριστ. Ρητορ. 2. 5, 16· ― οὕτω καὶ καθ’ ἑνικ., [[ἔρυμα]] τῆς χώρας καὶ πόλεως σ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 701· ἐπινοεῖν τι σ. τοῖς παροῦσι Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγῳδ. 18, πρβλ. Ἑταιρ. Διαλ. 9. 3. 2) σωτήρια (ἐξυπακ. [[ἱερά]]), τά, [[εὐχαριστήριος]] [[θυσία]] ἐπὶ διασώσει, σ. θύειν θεοῖς Ξεν. Ἀν. 3. 2, 9., 5. 1, 1, πρβλ. Χρον. Πάρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 7· σ. ἄγειν Λουκ. Ἑρμότ. 86· σ. τοῦ βασιλέως, ἐπὶ τῇ ἀναρρώσει [[αὐτοῦ]], Ἡρῳδιαν. 1. 10· ― τὰ Σωτήρια ἦτο ἰδιαιτέρα [[θυσία]] ἐν Δελφοῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1693. 15, ἴδε Böckh 2, σ. 659. 3) ἀμοιβὴ ἰατροῦ, Πολυδ. ϛʹ, 186. 4) ὁ [[δημόσιος]] [[ἀπόπατος]] ἐν Σμύρνῃ, Ἀνθ. Π. 9. 662 (ἐν τῷ λήμματι, δηλ. τῇ ἐπιγραφῇ), Σουΐδ. ΙΙ. Παθ. -σῶς, σεσωσμένος, [[ἀσφαλής]], ὡς [[ἐνίοτε]] ἑρμηνεύεται παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 236, Σοφ. Ο. Κ. 487· ἀλλ’ ἴδε ἀνωτ. Ι. 1. IV. Ἐπίρρ. -ίως, Ἀντίπ. παρὰ Στοβ. 418. 27, Σέξτ. Ἐμπ., κλπ.· σ. ἔχειν, διατελεῖν ἐν ἀναρρώσει, Πλούτ. 2. 918D. | |lstext='''σωτήριος''': -ον, (σωτὴρ) ὁ σῴζων, ἀπαλάττων, ἐλευθερῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 213, κ. ἀλλ., Θουκ., Πλάτ., κλπ.· ἐπὶ συμπτωμάτων, ὁ δηλῶν ἀνάρρωσιν, Ἱππ. Ἀφορ. 1259· ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου, ἐλπὶς σπέρματος, [[ὅπερ]] μέλλει νὰ διατηρήσῃ ἢ νὰ διαιωνίσῃ τὸ γένος, Αἰσχύλ. Χο. 236· οὕτω πιθανῶς, σωτήριον [[δέον]] νὰ ἐκληφθῇ ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας, ὁ φέρων σωτηρίαν εἰς τὴν πολιτείαν, Σοφ. Ο. Κ. 487, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb, πρβλ. 460. β) μετὰ δοτ., ὁ φέρων ἀσφάλειαν ἢ σωτηρίαν εἰς..., ἄριστα καὶ πόλει σωτ. Αἰσχύλ. Θήβ. 183, πρβλ. Χο. 505, Εὐρ. Ἡρακλ. 402, Φοίν. 918, κλπ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., τῆς βασιλικῆς ἀρχῆς σ. Πλάτ. Ἐπιστ. 354Β, πρβλ. Πολιτικ. 311Α. ― Συγκρ. καὶ ὑπερθετ., τὸ πείθεσθαι σωτηριώτερον αὐτοῖς Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 10· [[ἵππος]] σωτηριώτατος τῷ ἀναβάτῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 3, 12, 2) ἐπὶ προσώπων, σχεδὸν ὡς τὸ [[σωτήρ]], Εὐρ. Ὀρ. 657, Βάκχ. 965, κλπ.· θεοί, [[Ζεύς|Ζεὺς]] σ. Σοφ. Ἠλ. 281, Ἀποσπ. 373· μετὰ δοτικ., Θουκ. 7. 64· Ἑλένη ναυτίλοις σ. Εὐρ. Ὀρ. 1637· καὶ μετὰ γενικ. προσώπ., γενοίμεθ’ ἂν [[αὐτοῦ]] σωτήριοι Σοφ. Αἴ. 779. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., σωτήρια, τά, ὡς τὸ [[σωτηρία]], ἡ, [[διάσωσις]], [[ἀσφάλεια]], [[ἀπαλλαγή]], [[λύτρωσις]], τἀκείνου σωτήρια ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 925· (οὕτω, σ. πράγματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 646)· ἡ ἐλπὶς τῶν σ. Ἀριστ. Ρητορ. 2. 5, 16· ― οὕτω καὶ καθ’ ἑνικ., [[ἔρυμα]] τῆς χώρας καὶ πόλεως σ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 701· ἐπινοεῖν τι σ. τοῖς παροῦσι Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγῳδ. 18, πρβλ. Ἑταιρ. Διαλ. 9. 3. 2) σωτήρια (ἐξυπακ. [[ἱερά]]), τά, [[εὐχαριστήριος]] [[θυσία]] ἐπὶ διασώσει, σ. θύειν θεοῖς Ξεν. Ἀν. 3. 2, 9., 5. 1, 1, πρβλ. Χρον. Πάρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 7· σ. ἄγειν Λουκ. Ἑρμότ. 86· σ. τοῦ βασιλέως, ἐπὶ τῇ ἀναρρώσει [[αὐτοῦ]], Ἡρῳδιαν. 1. 10· ― τὰ Σωτήρια ἦτο ἰδιαιτέρα [[θυσία]] ἐν Δελφοῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1693. 15, ἴδε Böckh 2, σ. 659. 3) ἀμοιβὴ ἰατροῦ, Πολυδ. ϛʹ, 186. 4) ὁ [[δημόσιος]] [[ἀπόπατος]] ἐν Σμύρνῃ, Ἀνθ. Π. 9. 662 (ἐν τῷ λήμματι, δηλ. τῇ ἐπιγραφῇ), Σουΐδ. ΙΙ. Παθ. -σῶς, σεσωσμένος, [[ἀσφαλής]], ὡς [[ἐνίοτε]] ἑρμηνεύεται παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 236, Σοφ. Ο. Κ. 487· ἀλλ’ ἴδε ἀνωτ. Ι. 1. IV. Ἐπίρρ. -ίως, Ἀντίπ. παρὰ Στοβ. 418. 27, Σέξτ. Ἐμπ., κλπ.· σ. ἔχειν, διατελεῖν ἐν ἀναρρώσει, Πλούτ. 2. 918D. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σωτήριος:'''<br /><b class="num">1)</b> несущий спасение, спасительный, избавительный (τινι Aesch., Eur. и τινος Plat.);<br /><b class="num">2)</b> охраняющий: [[Ζεὺς]] σ. Soph. Зевс-хранитель;<br /><b class="num">3)</b> спасаемый, хранимый: ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου Aesch. надежда на продление рода; δέχεσθαι τὸν ἱχέτην [[σωτήριον]] Soph. предоставлять беглецу убежище. | |elrutext='''σωτήριος:'''<br /><b class="num">1)</b> несущий спасение, спасительный, избавительный (τινι Aesch., Eur. и τινος Plat.);<br /><b class="num">2)</b> охраняющий: [[Ζεύς|Ζεὺς]] σ. Soph. Зевс-хранитель;<br /><b class="num">3)</b> спасаемый, хранимый: ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου Aesch. надежда на продление рода; δέχεσθαι τὸν ἱχέτην [[σωτήριον]] Soph. предоставлять беглецу убежище. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |