3,273,681
edits
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
m (Text replacement - "νεῡρον" to "νεῦρον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ | |mltxt=το (ΑΜ νεῦρον)<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> τα [[νεύρα]]<br /><b>βιολ.</b> όργανα υπό [[μορφή]] υπόλευκης ταινίας ή [[νήματος]] τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις [[μεταξύ]] εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ' ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ' ετέρου, και [[πρός]] τις δύο κατευθύνσεις<br /><b>2.</b> το [[λευκό]] και στιλπνό [[άκρο]] του μυός με το οποίο αυτός προσκολλάται στο [[οστό]], ο [[τένοντας]] («τὰ νεῡρα οἷα ἐπιτείνεσθαι καὶ ἀνίεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> το ουσιώδες [[στοιχείο]] πράγματος ή κατάστασης το οποίο [[είναι]] απαραίτητο για την κίνησή του ή για την [[εκτέλεση]] της λειτουργίας για την οποία [[είναι]] προορισμένο («τἄπη, τὰ [[μέλη]], τὰ νεῡρα τῆς τραγῳδίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> φυτική ίνα («ὁπόσα φυτῶν νεῡρα κατὰ λόγον εἴπωμεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[χορδή]] τόξου ή μουσικού οργάνου, [[νευρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[φυσική]] [[ρώμη]], [[δύναμη]], [[ζωτικότητα]] («[[είναι]] όλος [[νεύρο]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω τα [[νεύρα]] μου» ή «[[είμαι]] στα [[νεύρα]] μου» — βρίσκομαι σε νευρική [[ταραχή]], [[είμαι]] εκνευρισμένος<br />β) «μού δίνει στα [[νεύρα]]» ή «μέ χτυπάει στα [[νεύρα]]» — μέ εκνευρίζει<br />γ) «μέ πιάνουν τα [[νεύρα]] μου» — εκνευρίζομαι, [[νευριάζω]], εξοργίζομαι<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> το νευρικό [[σύστημα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μυώνας]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] θαλασσινού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[πέος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιβολή]], [[δύναμη]], δραστικά [[μέτρα]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> η [[χορδή]] της σφενδόνας<br /><b>3.</b> [[έμβολο]] πολιορκητικής μηχανής<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «νεῦρον ἔναιμον» — η [[φλέβα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νεῦρον]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sn</i><i>ē</i>- «[[συναρμόζω]] νήματα, [[γνέθω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>νέω</i> [ΙΙ] [[γνέθω]]») και εμφανίζει [[θέμα]] σε <i>wer</i>- / <i>n</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>sn</i><i>ā</i><i>van</i> «[[τένοντας]]» και αβεστ. <i>sn</i><i>ā</i><i>var</i><i>ә</i> «[[τένοντας]]»). Η λ. συνδέεται [[επίσης]] με λατ. <i>nervus</i> «[[νεύρο]], [[τένοντας]]», τοχαρ. Β' <i>snaura</i>, αρμεν. <i>neard</i> «[[τένοντας]], [[χορδή]]». Παράλληλα με το ουδ. [[νεῦρον]] μαρτυρείται και τ. θηλυκού [[νευρά]] / -<i>ή</i> «[[χορδή]] τόξου ή μουσικού οργάνου» με σημ. πιο περιορισμένη από εκείνην του [[νεῦρον]]. Ο [[ποιητικός]] τ., εξάλλου, [[νευρειή]] παραμένει [[δυσερμήνευτος]], παρ' ότι έχει θεωρηθεί αναλογικός [[σχηματισμός]] του [[ἐγχείη]] «[[δόρυ]]». Το [[ζεύγος]] [[νεῦρον]] / [[νευρά]] μπορεί να παραβληθεί με εκείνο τών [[φῦλον]] / [[φυλή]], όπου και [[πάλι]] το ουδ. έχει ευρύτερο σημασιολ. [[περιεχόμενο]] από το θηλ. Η λ. [[νεῦρον]], [[τέλος]], με τη σημ. του αισθητηρίου οργάνου χρησιμοποιήθηκε σχετικά μεταγενέστερα ως [[ιατρικός]] όρος (<b>βλ.</b> και λ. <i>νευρ</i>[[ο]]-).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νευράς]], [[νευρικός]], [[νευρώδης]], [[νευρώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νευρίζω]], [[νεύρινος]], [[νευρίον]], [[νευρίτης]] (II)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νευριάζω]], [[νευρίδιο]], [[νευρίνη]], [[νευρίτης]] (Ι), [[νευρίτιδα]], [[νευριτικός]], [[νευρώνας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[νευροειδής]], [[νευρόσπασμα]], [[νευρόσπαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νευρόθλαστος]], [[νευρόκαυλος]], [[νευροκοπώ]], [[νευρομήτραι]], [[νευρόνοσος]], [[νευρόπαχυς]], [[νευροποιητικός]], <i>νευρορ</i>(<i>ρ</i>)<i>άφος</i>, [[νευροσιδηρούς]], <i>νενροσπαδης</i>, [[νευροστασία]], [[νευροσύμφορος]], [[νευροτενής]], [[νευροτόμος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[νευροβάτης]], [[νευρότρωτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νευρότμητος]], [[νευροφάγος]], [[νευροχαλαστικόν]], [[νευροχονδρώδης]]. (Για συνθ. με Α' συνθετικό [[νεύρο]] που χρησιμοποιούνται στην επιστημον. [[ορολογία]] <b>βλ. λ.</b> <i>νευρ</i>[[ο]]-). (Β συνθετικό σε -<i>νευρον</i>) <b>αρχ.</b> <i>επίνευρον</i>, [[πολύνευρον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βούνευρο]](<i>ν</i>). (Β' συνθετικό σε -<i>νευρος</i>) [[άνευρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>έκνευρος</i>, [[κατάνευρος]], [[λεπτόνευρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πολύνευρος]], [[τρίνευρος]]]. | ||
}} | }} |