Anonymous

οἰστροδίνητος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oistrodinitos
|Transliteration C=oistrodinitos
|Beta Code=oi)strodi/nhtos
|Beta Code=oi)strodi/nhtos
|Definition=[δῑ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[driven round and round by the gadfly]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>589</span>.</span>
|Definition=[δῑ], ον, [[driven round and round by the gadfly]], [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''589.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[saisi d'un transport vertigineux]].<br />'''Étymologie:''' [[οἶστρος]], [[δινέω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>von der [[Bremse]] [[herumgetrieben]]</i>, übertragen, <i>in Wut, [[Leidenschaft]] [[umhergetrieben]]</i>, [[κόρη]], die Io, Aesch. <i>Prom</i>. 591.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰστροδίνητος:''' (δῑ) Aesch. = [[οἰστροδόνητος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰστροδίνητος''': [ῑ], -ον, ὁ [[ἕνεκα]] τοῦ κεντήματος τοῦ οἴστρου, δινούμενος, περιστρεφόμενος μανιωδῶς, Αισχύλ. Πρ. 589· ― [[οὕτως]], οἰστρδόνητος, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 572, Ἀριστοφ. Θεσμ. 324· καὶ οἰστρόδονος, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 17. Πρβλ. [[οἰστρήλατος]].
|lstext='''οἰστροδίνητος''': [ῑ], -ον, ὁ [[ἕνεκα]] τοῦ κεντήματος τοῦ οἴστρου, δινούμενος, περιστρεφόμενος μανιωδῶς, Αισχύλ. Πρ. 589· ― [[οὕτως]], οἰστρδόνητος, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 572, Ἀριστοφ. Θεσμ. 324· καὶ οἰστρόδονος, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 17. Πρβλ. [[οἰστρήλατος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />saisi d'un transport vertigineux.<br />'''Étymologie:''' [[οἶστρος]], [[δινέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰστροδίνητος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που στριφογυρίζει με [[μανία]] εξαιτίας τσιμπήματος από οίστρο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κυριευθεί από σφοδρό [[πάθος]] («πῶς δι' οὐ [[κλύω]] τῆς οἰστροδινήτου κόρης», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶστρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δινῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-<i>δίνητος</i>, <i>σφονδυλο</i>-<i>δίνητος</i>].
|mltxt=[[οἰστροδίνητος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που στριφογυρίζει με [[μανία]] εξαιτίας τσιμπήματος από οίστρο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κυριευθεί από σφοδρό [[πάθος]] («πῶς δι' οὐ [[κλύω]] τῆς οἰστροδινήτου κόρης», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶστρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δινῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίνη]]), [[πρβλ]]. [[ιπποδίνητος]], [[σφονδυλοδίνητος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰστροδίνητος:''' [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται σφαδάζοντας από [[τσίμπημα]] εντόμου, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''οἰστροδίνητος:''' [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται σφαδάζοντας από [[τσίμπημα]] εντόμου, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰστροδίνητος:''' (δῑ) Aesch. = [[οἰστροδόνητος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj