Anonymous

προσστάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosstazo
|Transliteration C=prosstazo
|Beta Code=prossta/zw
|Beta Code=prossta/zw
|Definition=Dor. ποτιστ-, [[drop on]], [[shed over]], τοῖς αἰδοία π. Χάρις μορφάν <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>6.76</span>; <b class="b3">πραῢν . . ποτιστάζων ὄαρον</b> [[letting fall]] mild words, <span class="bibl">Id.<span class="title">P.</span>4.137</span>.
|Definition=Dor. [[ποτιστάζω]], [[drop on]], [[shed over]], τοῖς αἰδοία π. Χάρις μορφάν Pi.''O.''6.76; <b class="b3">πραῢν.. ποτιστάζων ὄαρον</b> [[letting fall]] mild words, Id.''P.''4.137.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] (s. [[στάζω]]), dor. ποτιστ., noch dazu tröpfeln, träufeln; übertr., verleihen, τοῖς αἰδοία ποτιστάζει Χάρις μορφάν, Pind. Ol. 6, 76; μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον, P. 4, 137.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] (s. [[στάζω]]), dor. ποτιστ., noch dazu tröpfeln, träufeln; übertr., verleihen, τοῖς αἰδοία ποτιστάζει Χάρις μορφάν, Pind. Ol. 6, 76; μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον, P. 4, 137.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσστάζω''': Δωρ. [[ποτιστάζω]], [[στάζω]] [[πρός]] τι, τοῖς αἰδοία ποτιστάξει Χάρις μορφάν, «οἷς πρὸς τὴν μορφὴν... στάξει [[χάρις]] αἰδοία καὶ σεμνὴ» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 6. 127. πραῢν μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων, «μαλθακῇ δὲ καὶ οὐ τραχείᾳ φωνῇ ἀπὸ τοῦ στόματος λόγον στάζων κατεβάλλετο βάσιν καὶ ἀρχὴν τῶν σοφῶν λόγων» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 244.
|elnltext=προσ-στάζω laten druppelen over.
}}
{{elru
|elrutext='''προσστάζω:''' дор. [[ποτιστάζω]] досл. капать, перен. струить, изливать, насылать (εὐκλέα μορφάν τινι, πραῢν ὄαρον Pind.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''προσστάζω:''' Δωρ. ποτι-στ-, μέλ. <i>-ξω</i>, [[στάζω]] πάνω σε, [[ρίχνω]] [[ολόγυρα]], σε Πίνδ.· <i>πραῢνποτιστάζων ὄαρον</i>, άφησε να πέσουν σοφά, ήπια [[λόγια]], στον ίδ.
|lsmtext='''προσστάζω:''' Δωρ. ποτι-στ-, μέλ. <i>-ξω</i>, [[στάζω]] πάνω σε, [[ρίχνω]] [[ολόγυρα]], σε Πίνδ.· <i>πραῢνποτιστάζων ὄαρον</i>, άφησε να πέσουν σοφά, ήπια [[λόγια]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσστάζω:''' дор. [[ποτιστάζω]] досл. капать, перен. струить, изливать, насылать (εὐκλέα μορφάν τινι, πραῢν ὄαρον Pind.).
|lstext='''προσστάζω''': Δωρ. [[ποτιστάζω]], [[στάζω]] [[πρός]] τι, τοῖς αἰδοία ποτιστάξει Χάρις μορφάν, «οἷς πρὸς τὴν μορφὴν... στάξει [[χάρις]] αἰδοία καὶ σεμνὴ» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 6. 127. πραῢν μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων, «μαλθακῇ δὲ καὶ οὐ τραχείᾳ φωνῇ ἀπὸ τοῦ στόματος λόγον στάζων κατεβάλλετο βάσιν καὶ ἀρχὴν τῶν σοφῶν λόγων» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 244.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-στάζω laten druppelen over.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=doric ποτι-στ fut. ξω<br />to [[drop]] on, [[shed]] [[over]], Pind.; πραῢν ποτιστάζων ὄαρον letting [[fall]] [[mild]] words, Pind.
|mdlsjtxt=doric ποτι-στ fut. ξω<br />to [[drop]] on, [[shed]] [[over]], Pind.; πραῢν ποτιστάζων ὄαρον letting [[fall]] [[mild]] words, Pind.
}}
}}