3,274,313
edits
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1") |
m (Text replacement - "theilen" to "teilen") |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=σκῐᾱγρᾰ́φος | ||
|Medium diacritics=σκιαγράφος | |Medium diacritics=σκιαγράφος | ||
|Low diacritics=σκιαγράφος | |Low diacritics=σκιαγράφος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skiagrafos | |Transliteration C=skiagrafos | ||
|Beta Code=skia/grafos | |Beta Code=skia/grafos | ||
|Definition=(parox.), ὁ, | |Definition=(parox.), ὁ, [[perspective-painter]], [[scene-painter]] (cf. [[σκηνογράφος]]), [[LXX]] ''Wi.''15.4, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.—The forms in <b class="b3">σκιογρ-</b> are later, [[varia lectio|v.l.]] in [[LXX]] [[l.c.]], etc. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0897.png Seite 897]] eigtl. Schatten malend, mit Schatten malend, Schatten u. Licht nach richtigen Verhältnissen im Gemälde verteilend, welches nach Plut. zuerst der Maler Apollodoros verstand, der deshalb ὁ [[σκιαγράφος]] hieß, als [[πρῶτος]] ἀνθρώπων ἐξευρὼν φθορὰν καὶ ἀπ όχρωσιν σκιᾶς; übh. Perspective malend; aber auch = nur einen flüchtigen Umriß oder Schattenriß zeichnend; Sp. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[peintre]].<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]], [[γράφω]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σκιᾱγράφος''': [ᾱ], -ον, ὁ ζωγραφῶν διὰ φωτὸς καὶ σκιᾶς, ἰχνογράφος, Θεόδ. Πρόδρ. σελ. 81· πρβλ. [[σκιαγραφέω]], -γράφημα, -γραφία. ΙΙ. ὁ ζωγραφῶν εἰκόνας διὰ τῆς προσηκούσης διανομῆς φωτὸς καὶ σκιᾶς, τὴν ὁποίαν τέχνην πρῶτος ἐποίησεν ὁ [[ζωγράφος]] [[Ἀπολλόδωρος]], ἀνθρώπων πρῶτος· ἐξευρὼν φθορὰν καὶ ἀπόχρωσιν σκιᾶς Πλούτ. 2. 346Α· [[ἐντεῦθεν]], 2) [[καθόλου]], [[σκιαγράφος]], ὁ, ὁ κατέχων καὶ ἐννοῶν τὰς ἀρχὰς τῆς ζωγραφικῆς, καὶ [[μάλιστα]] τῆς προοπτικῆς, ὁ ζωγραφῶν σκηνὰς ἐν θεάτρῳ, (πρβλ. [[σκηνογράφος]]), ἴδε Müller Ἀρχαιολογ. τῆς Τέχνης § 136. ― Οἱ τύποι σκιογρ- [[εἶναι]] μεταγεν., Φωτ. Βιβλ. 187. 24, Ἑβδ., κλπ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 646, Ἡσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σκιογράφος]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />χαρακτικό όργανο τών λιθογράφων το οποίο χρησιμοποιείται για τη [[χάραξη]] λεπτών παράλληλων γραμμών που δίνουν την [[εντύπωση]] [[σκιάς]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που ζωγραφίζει με φωτοσκιάσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατέχει τους κανόνες της σκιαγραφίας<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) [[σκηνογράφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιά]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκῐᾱγράφος:''' [ᾰ], -ον ([[γράφω]]), [[καλλιτέχνης]] που ζωγραφίζει χρησιμοποιώντας διαβαθμίσεις του [[φωτός]] και της [[σκιάς]], [[ιχνογράφος]], [[ζωγράφος]], [[σκηνογράφος]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σκιᾱ-˘[[γράφος]], ον, [[γράφω]]<br />[[drawing]] in [[light]] and [[shade]], sketching. | |||
}} | }} |