Anonymous

βρέφος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  24 August 2022
m
Text replacement - "εῑον" to "εῖον"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[βρέφος]])<br />νεογέννητο [[παιδί]], από τη [[γέννηση]] του [[μέχρι]] τον 25ομήνα<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τὸ Θεῑον Βρέφος» — ο [[Χριστός]] στην [[εικόνα]] της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική [[ηλικία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άνθρωπος]] [[άπειρος]], [[αθώος]] σαν [[βρέφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[έμβρυο]]<br /><b>2.</b> νεογέννητο ζώο<br /><b>3.</b> [[νεοσσός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ βρέφεος» — από τη βρεφική [[ηλικία]], από [[μωρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βρέφος]], που ανάγεται σε ινδοευρ. <i>g</i><sup>w</sup><i>r</i>-<i>ebh</i>- «[[έμβρυο]], [[παιδί]]», δυνατόν να συσχετιστεί με το σλαβ. <i>žr</i><i>ě</i><i>bu</i> «[[πουλάρι]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i>-<i>bh</i>-, με [[μετάθεση]]), τ. που διαφέρει από το [[βρέφος]] ως [[προς]] τη ριζική [[συλλαβή]]. Η λ. [[βρέφος]] συνδέεται σημασιολογικά με τις λέξεις [[νήπιο]], [[μωρό]]. Το [[νήπιο]], ουδ. του επιθ. [[νήπιος]] «[[άνους]]» και το [[μωρό]], ουδ. του επιθ. [[μωρός]] «[[ανόητος]]» κατέληξαν να σημαίνουν ό,τι και το [[βρέφος]], μια και η [[άνοια]] [[είναι]] γενικότερο [[γνώρισμα]] της βρεφικής ηλικίας. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν ως επιθετικοί προσδιορισμοί στις λ. [[τέκνον]], [[παιδίον]] <b>κ.τ.ό.</b> και [[κατόπιν]] ως αυτοτελή ουσιαστικά προσλαμβάνοντας τη [[σημασία]] «[[βρέφος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> (αρχ. -μσν.) [[βρεφικός]], [[βρεφύλλιον]], [[βρεφώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (αρχ. -μσν.) [[βρεφοκτόνος]], [[βρεφουργώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βρεφοκόμος]], [[βρεφοκρατούσα]], [[βρεφοτρόφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βρεφοδόχος]], [[βρεφοζυγός]], [[βρεφολόγος]], [[βρεφοστάθμη]]].
|mltxt=το (AM [[βρέφος]])<br />νεογέννητο [[παιδί]], από τη [[γέννηση]] του [[μέχρι]] τον 25ομήνα<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τὸ Θεῖον Βρέφος» — ο [[Χριστός]] στην [[εικόνα]] της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική [[ηλικία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άνθρωπος]] [[άπειρος]], [[αθώος]] σαν [[βρέφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[έμβρυο]]<br /><b>2.</b> νεογέννητο ζώο<br /><b>3.</b> [[νεοσσός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ βρέφεος» — από τη βρεφική [[ηλικία]], από [[μωρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βρέφος]], που ανάγεται σε ινδοευρ. <i>g</i><sup>w</sup><i>r</i>-<i>ebh</i>- «[[έμβρυο]], [[παιδί]]», δυνατόν να συσχετιστεί με το σλαβ. <i>žr</i><i>ě</i><i>bu</i> «[[πουλάρι]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i>-<i>bh</i>-, με [[μετάθεση]]), τ. που διαφέρει από το [[βρέφος]] ως [[προς]] τη ριζική [[συλλαβή]]. Η λ. [[βρέφος]] συνδέεται σημασιολογικά με τις λέξεις [[νήπιο]], [[μωρό]]. Το [[νήπιο]], ουδ. του επιθ. [[νήπιος]] «[[άνους]]» και το [[μωρό]], ουδ. του επιθ. [[μωρός]] «[[ανόητος]]» κατέληξαν να σημαίνουν ό,τι και το [[βρέφος]], μια και η [[άνοια]] [[είναι]] γενικότερο [[γνώρισμα]] της βρεφικής ηλικίας. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν ως επιθετικοί προσδιορισμοί στις λ. [[τέκνον]], [[παιδίον]] <b>κ.τ.ό.</b> και [[κατόπιν]] ως αυτοτελή ουσιαστικά προσλαμβάνοντας τη [[σημασία]] «[[βρέφος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> (αρχ. -μσν.) [[βρεφικός]], [[βρεφύλλιον]], [[βρεφώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (αρχ. -μσν.) [[βρεφοκτόνος]], [[βρεφουργώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βρεφοκόμος]], [[βρεφοκρατούσα]], [[βρεφοτρόφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βρεφοδόχος]], [[βρεφοζυγός]], [[βρεφολόγος]], [[βρεφοστάθμη]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm