3,274,216
edits
mNo edit summary |
|||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=technikos | |Transliteration C=technikos | ||
|Beta Code=texniko/s | |Beta Code=texniko/s | ||
|Definition= | |Definition=τεχνική, τεχνικόν, of persons,<br><span class="bld">A</span> [[artistic]], [[skilful]], [[workmanlike]], Epich. 171.11, [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 186c, etc.; τεχνικὸς περί τινος Id.''Tht.''207c; περί τι Id.''La.'' 185e, etc.; <b class="b3">εἴς τι</b> ib.d; especially of [[rhetorician]]s and [[grammarian]]s, τεχνικὸς λόγων πέρι Id.''[[Phaedrus|Phdr.]]''273e; <b class="b3">οἱ περὶ τοὺς λόγους τεχνικοί</b> ib.a; ὁ τεχνικός τε καὶ ἀγαθὸς [[ῥήτωρ]] Id.''Grg.''504d; Comp., more [[proficient]] in one's [[craft]], Phld. ''Mus.''p.74 K.; opp. [[θεωρητικός]], [[practical]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1180b20; τεχνικὸς περὶ τὸν βίον Id.''HA''622b23 (Comp., [[varia lectio|v.l.]] Sup.); τ. τὴν ψυχήν Id.''Pol.'' 1327b27; τεχνικὰ ὄμματα Ael.''VH''14.47; τ. πόημα Phld.''Po.''5.20; [[τὸ τεχνικόν]] = [[technical]] [[excellence]], ib.2.55; τεχνικαὶ ἐνέργειαι, οἷον [[αὐλεῖν]] ἢ [[σαλπίζειν]] ἢ [[κιθαρίζειν]] Gal.6.323; later, [[οἱ τεχνικοί]] = the [[grammarian]]s, Sch.D.T. p.4 H.; ὁ τεχνικὸς freq. of Hdn.Gr., Choerob. ''in Theod.''1.142 H., al.; also of D.T., Sch.D.T.p.204 H.<br><span class="bld">b</span> [[φύσις]] = [[πῦρ τεχνικόν]], Zeno Stoic.1.34; <b class="b3">τὸν τεχνικὸν νοῦν</b> the [[mind]] [[of the Great Designer]], Theol.Ar.58; δύναμίς τις.. ἣν.. τεχνικὴν εἶναι λέγομεν Gal.''Nat.Fac.''1.6.<br><span class="bld">2</span> [[artful]], [[cunning]], Plb.16.6.6.<br><span class="bld">II</span> of things, [[artificial]], opp. [[αὐτόματος]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''Lap.''55; <b class="b3">τεχνικὰ ὕδατα</b> an [[artificial]] [[water supply]], Gal.17(2).183. Adv. [[τεχνικῶς]] ibid.<br><span class="bld">2</span> [[done by rules of art]], [[technical]], [[systematic]], <b class="b3">τοῦτο σοφὸν εὑρὼν ἅμα καὶ τεχνικόν</b> [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]'' 273b; <b class="b3">ἡ περὶ τὸν πόλεμον ἀγωνία τεχνική</b> Id.''R.''374b, cf. ''[[Euthyphro]] ''14e; <b class="b3">πραγματεῖαι τεχνικαί</b> Id.''Grg.''501b, etc.; ἡ τεχνικὴ παιδεία [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1341b9; ἔχειν τὸ [[τεχνικῶς]] περί τι = to be [[technically]] [[employ]]ed upon... Id.''Rh.''1355b35, cf. ''Ph.''193a32.<br><span class="bld">III</span> Adv. [[τεχνικῶς]] = [[according to the rules of art]], [[τεχνικῶς]] εἰργας μένα, πεποιημένα, Pl.''Chrm.'' 173c, Isoc.2.44; τ. ἐξηύρηται Pl.''Euthd.''303e; [[τεχνικῶς]] ἔχειν Id.''[[Phaedrus|Phdr.]]''271c; [[τεχνικῶς]] [[πολιτεύεσθαι]] Isoc.3.52; ὁ [[δυνάμενος]].. [[τεκμαίρεσθαι]] τεχνικῶς Gal.18(2).257. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1103.png Seite 1103]] künstlich, zur Kunst gehörig, die Kunst betreffend, auch wissenschaftlich, und ὁ [[τεχνικός]], der in der Kunst erfahren ist, bes. der Lehrer der Rhetorik und Grammatik; οὐποτ' ἔσται τεχνικὸς λόγων πέρι, Plat. Phaedr. 273 e; οἱ περὶ τοὺς λογους τεχνικοί, ib. a; ὁ [[τεχνικός]] τε καὶ ἀγαθὸς [[ῥήτωρ]], Gorg. 504 d; οὐ γάρ ποο τεχνικόν γ' ἂν εἴη, es wäre unklug, Euthyphr. 14 e; τεχνικὸν καὶ ἐπιστήμονα περὶ ἁμάξης οὐσίας, Theaet. 207 c; τοῦτο σοφὸν εὑρὼν ἅμα καὶ τεχνικόν, Phaedr. 273 b, u. öfter. – Adv. τεχνικῶς, kunstgemäß; εἰ μέλλει τεχνικῶς ἔχειν, Plat. Phaedr. 271 c; τεχνικῶς εἰργασμένα, Charm. 173 b; Xen. An. 5, 9, 5; listig, τεχνικόν τι, Pol. 16, 6, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1103.png Seite 1103]] [[künstlich]], [[zur Kunst gehörig]], [[die Kunst betreffend]], auch [[wissenschaftlich]], und ὁ [[τεχνικός]], der in der Kunst erfahren ist, bes. der Lehrer der Rhetorik und Grammatik; οὐποτ' ἔσται τεχνικὸς λόγων πέρι, Plat. Phaedr. 273 e; οἱ περὶ τοὺς λογους τεχνικοί, ib. a; ὁ [[τεχνικός]] τε καὶ ἀγαθὸς [[ῥήτωρ]], Gorg. 504 d; οὐ γάρ ποο τεχνικόν γ' ἂν εἴη, es wäre [[unklug]], ''Euthyphr.'' 14 e; τεχνικὸν καὶ ἐπιστήμονα περὶ ἁμάξης οὐσίας, Theaet. 207 c; τοῦτο σοφὸν εὑρὼν ἅμα καὶ τεχνικόν, Phaedr. 273 b, u. öfter. – Adv. [[τεχνικῶς]], [[kunstgemäß]]; εἰ μέλλει τεχνικῶς ἔχειν, Plat. Phaedr. 271 c; τεχνικῶς εἰργασμένα, Charm. 173 b; Xen. An. 5, 9, 5; [[listig]], τεχνικόν τι, Pol. 16, 6, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui concerne un art]], [[propre à un art]], [[technique]];<br /><b>2</b> [[industrieux]], [[habile]];<br /><i>Cp.</i> τεχνικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[τέχνη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τεχνικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[искусный]], [[умелый]], [[опытный]] (περί τινος, περί и εἴς τι Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[ловкий]], [[хитрый]]: [[τεχνικόν]] τι ποιεῖν Polyb. прибегнуть к ловкому маневру;<br /><b class="num">3</b> [[искусно разработанный]], [[доведенный до совершенства]], [[мастерский]] (πραγματεῖαι Plat.; ἡ [[παιδεία]] Arst.);<br /><b class="num">4</b> [[остроумный]] (οὐ γάρ που [[τεχνικόν]] γ᾽ ἂν εἴη Plat.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[искусный ритор]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεχνικός''': -ή, -όν, ([[τέχνη]]) ἐπὶ προσώπων, ἐπιδέξιος, [[δεξιός]], ἠσκημένος, Ἐπίχ. 95. 11 Ahr., Πλάτ. Συμπ. 186C, κλπ.· τ. [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 207C, Λάχ. 185Ε, κλπ.· εἴς τι [[αὐτόθι]] D· [[μάλιστα]] ἐπὶ ῥητοροδιδασκάλων καὶ γραμματικῶν, τεχνικὸς λόγων πέρι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 273Α· οἱ περὶ τοὺς λόγους τ. [[αὐτόθι]] Α· ὁ τεχν. τε καὶ ἀγαθὸς [[ῥήτωρ]] ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 504D· ἀντίθετον τῷ [[θεωρητικός]], [[πρακτικός]], [[ἐμπειρικός]], Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 9, 16· τ. περὶ τὸν βίον ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 38, 1· τ. τὴν ψυχὴν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 7. 7, 2· τ. ὄμματα Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 47. 2) [[πλήρης]] τεχνασμάτων, [[πανοῦργος]], Πολύβ. 16. 6, 6, ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[τεχνητός]], διὰ τέχνης πεποιημένος, ἀντίθετον τῷ [[αὐτοφυής]], Θεοφρ. π. Κίθ. 55. 2) ὁ δεξιῶς πεποιημένος, μετὰ τέχνης εἰργασμένος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 830. 3) ὁ κατὰ τέχνην ἢ ἐντέχνως πεποιημένος, [[συστηματικός]], [[κανονικός]], [[τακτικός]], τοῦτο σοφὸν εὑρὼν ἅμα καὶ τεχνικὸν Πλάτ. Φαῖδρ. 273Β· οὐ τ. ἐστί τ., δὲν [[εἶναι]] ἀντικείμενον τέχνης, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 374Β, πρβλ. Εὐθύφρονα 14Β· τ. [[πραγματεία]] ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 501Β, κλπ.· ἡ τ. [[παιδεία]] Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 15· ἔχειν τὸ τ. [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. 1. 2, 1, πρβλ. Φυσ. 2. 1, 9. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, ἐντέχνως, τεχνηέντως, τ. εἰργασμένον, πεποιημένον Πλάτ. Χαρμ. 173C, Ἰσοκρ. 23C· τ. ἐξεύρηται Πλάτ. Εὐθύδ. 303Ε· τ. ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 271C· τ. πολιτεύεσθαι Ἰσοκρ. 37Ε, κ. ἀλλ. | |lstext='''τεχνικός''': -ή, -όν, ([[τέχνη]]) ἐπὶ προσώπων, ἐπιδέξιος, [[δεξιός]], ἠσκημένος, Ἐπίχ. 95. 11 Ahr., Πλάτ. Συμπ. 186C, κλπ.· τ. [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 207C, Λάχ. 185Ε, κλπ.· εἴς τι [[αὐτόθι]] D· [[μάλιστα]] ἐπὶ ῥητοροδιδασκάλων καὶ γραμματικῶν, τεχνικὸς λόγων πέρι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 273Α· οἱ περὶ τοὺς λόγους τ. [[αὐτόθι]] Α· ὁ τεχν. τε καὶ ἀγαθὸς [[ῥήτωρ]] ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 504D· ἀντίθετον τῷ [[θεωρητικός]], [[πρακτικός]], [[ἐμπειρικός]], Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 9, 16· τ. περὶ τὸν βίον ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 38, 1· τ. τὴν ψυχὴν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 7. 7, 2· τ. ὄμματα Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 47. 2) [[πλήρης]] τεχνασμάτων, [[πανοῦργος]], Πολύβ. 16. 6, 6, ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[τεχνητός]], διὰ τέχνης πεποιημένος, ἀντίθετον τῷ [[αὐτοφυής]], Θεοφρ. π. Κίθ. 55. 2) ὁ δεξιῶς πεποιημένος, μετὰ τέχνης εἰργασμένος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 830. 3) ὁ κατὰ τέχνην ἢ ἐντέχνως πεποιημένος, [[συστηματικός]], [[κανονικός]], [[τακτικός]], τοῦτο σοφὸν εὑρὼν ἅμα καὶ τεχνικὸν Πλάτ. Φαῖδρ. 273Β· οὐ τ. ἐστί τ., δὲν [[εἶναι]] ἀντικείμενον τέχνης, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 374Β, πρβλ. Εὐθύφρονα 14Β· τ. [[πραγματεία]] ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 501Β, κλπ.· ἡ τ. [[παιδεία]] Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 15· ἔχειν τὸ τ. [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. 1. 2, 1, πρβλ. Φυσ. 2. 1, 9. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, ἐντέχνως, τεχνηέντως, τ. εἰργασμένον, πεποιημένον Πλάτ. Χαρμ. 173C, Ἰσοκρ. 23C· τ. ἐξεύρηται Πλάτ. Εὐθύδ. 303Ε· τ. ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 271C· τ. πολιτεύεσθαι Ἰσοκρ. 37Ε, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τεχνικός:''' -ή, -όν ([[τέχνη]])·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[καλαίσθητος]], [[επιδέξιος]], καλοφτιαγμένος, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, εντέχνως φτιαγμένος, φτιαγμένος βάσει κανόνων, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>τεχνικῶς</i>, κατά τους κανόνες της τέχνης, εντέχνως, στον ίδ. | |lsmtext='''τεχνικός:''' -ή, -όν ([[τέχνη]])·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[καλαίσθητος]], [[επιδέξιος]], καλοφτιαγμένος, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, εντέχνως φτιαγμένος, φτιαγμένος βάσει κανόνων, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>τεχνικῶς</i>, κατά τους κανόνες της τέχνης, εντέχνως, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====artistic=== | |trtx====[[artistic]]=== | ||
Albanian: artistik; Catalan: artístic; Chinese Mandarin: 藝術的, 艺术的; Danish: kunstnerisk; Dutch: [[kunstzinnig]], [[artistiek]]; Finnish: taiteellinen, luova; French: [[artistique]]; Galician: artístico; German: [[künstlerisch]], [[gestalterisch]]; Greek: [[φιλότεχνος]]; Hungarian: művészi; Indonesian: seniah; Italian: [[artistico]]; Japanese: 芸術的な; Latvian: māksliniecisks; Norwegian Bokmål: kunstnerisk; Nynorsk: kunstnarisk, kunstnarleg; Portuguese: [[artístico]]; Romanian: artistic; Russian: [[артистический]], [[искусный]], [[артистичный]]; Spanish: [[artístico]]; Swedish: konstnärlig; Turkish: sanatsal, dörütsel; Ukrainian: артистичний; Yiddish: קינסטלעריש, אַרטיסטיש | Albanian: artistik; Catalan: artístic; Chinese Mandarin: 藝術的, 艺术的; Danish: kunstnerisk; Dutch: [[kunstzinnig]], [[artistiek]]; Finnish: taiteellinen, luova; French: [[artistique]]; Galician: artístico; German: [[künstlerisch]], [[gestalterisch]]; Greek: [[φιλότεχνος]]; Hungarian: művészi; Indonesian: seniah; Italian: [[artistico]]; Japanese: 芸術的な; Latvian: māksliniecisks; Norwegian Bokmål: kunstnerisk; Nynorsk: kunstnarisk, kunstnarleg; Portuguese: [[artístico]]; Romanian: artistic; Russian: [[артистический]], [[искусный]], [[артистичный]]; Spanish: [[artístico]]; Swedish: konstnärlig; Turkish: sanatsal, dörütsel; Ukrainian: артистичний; Yiddish: קינסטלעריש, אַרטיסטיש | ||
===skillful=== | ===[[skillful]]=== | ||
Arabic: مَاهِر, حَاذِق, بَارِع; Armenian: ճարտար; Old Armenian: գէտ; Basque: trebe; Bulgarian: сръчен, ловък, изкусен; Catalan: hàbil, destre; Cebuano: maayo, hanas; Chinese Mandarin: 熟練, 熟练, 嫻熟, 娴熟, 擅長, 擅长; Czech: dovedný, obratný, zručný, šikovný; Danish: skikket, behændig, dygtig; Dutch: [[bedreven]], [[vaardig]], [[geschoold]], [[geschikt]], [[bekwaam]]; Esperanto: lerta; Finnish: taitava, taidokas, lahjakas, etevä; French: [[habile]], [[adroit]]; Galician: xeitoso; Georgian: მოხერხებული, მარჯვე, გაწაფული, ოსტატური; German: [[geschickt]], [[gewandt]]; Greek: [[επιδέξιος]]; Hungarian: ügyes; Hindi: माहिर; Irish: sciliúil; Italian: [[esperto]], [[destro]], [[provetto]], [[abile]], [[pratico]]; Japanese: 上手, 上手な, 得意, 熟練, うまい; Korean: 잘하다, 능숙하다, 수 있는; Lao: ເກັ່ງ; Latin: [[peritus]], [[sollers]]; Latvian: veikls, izdarīgs, izmanīgs; Manx: aghtal; Maori: ringa rehe, kaiaka, raka; Mapudungun: trüf; Norman: scouotre, mannigat; Norwegian: skikket; Occitan: abil; Old English: andwīs; Persian: ماهر; Portuguese: [[talentoso]], [[habilidoso]]; Romanian: priceput; Russian: [[искусный]], [[умелый]], [[ловкий]]; Sanskrit: ऋभु; Scots: canny, handy, knackie; Scottish Gaelic: làmhach, teòma, sgileil; Shan: ၵတ်ႉၶႅၼ်ႇ; Spanish: [[ducho]], [[hábil]], [[habilidoso]], [[mañoso]]; Swedish: skicklig; Tajik: моҳир; Telugu: ఆరితేరిన, చేయితిరిగిన; Thai: เก่ง; Urdu: ماہر; Vietnamese: giỏi, khéo léo, khéo; West Frisian: betûft; Westrobothnian: hent, tåma | Arabic: مَاهِر, حَاذِق, بَارِع; Armenian: ճարտար; Old Armenian: գէտ; Basque: trebe; Bulgarian: сръчен, ловък, изкусен; Catalan: hàbil, destre; Cebuano: maayo, hanas; Chinese Mandarin: 熟練, 熟练, 嫻熟, 娴熟, 擅長, 擅长; Czech: dovedný, obratný, zručný, šikovný; Danish: skikket, behændig, dygtig; Dutch: [[bedreven]], [[vaardig]], [[geschoold]], [[geschikt]], [[bekwaam]]; Esperanto: lerta; Finnish: taitava, taidokas, lahjakas, etevä; French: [[habile]], [[adroit]]; Galician: xeitoso; Georgian: მოხერხებული, მარჯვე, გაწაფული, ოსტატური; German: [[geschickt]], [[gewandt]]; Greek: [[επιδέξιος]]; Hungarian: ügyes; Hindi: माहिर; Irish: sciliúil; Italian: [[esperto]], [[destro]], [[provetto]], [[abile]], [[pratico]]; Japanese: 上手, 上手な, 得意, 熟練, うまい; Korean: 잘하다, 능숙하다, 수 있는; Lao: ເກັ່ງ; Latin: [[peritus]], [[sollers]]; Latvian: veikls, izdarīgs, izmanīgs; Manx: aghtal; Maori: ringa rehe, kaiaka, raka; Mapudungun: trüf; Norman: scouotre, mannigat; Norwegian: skikket; Occitan: abil; Old English: andwīs; Persian: ماهر; Portuguese: [[talentoso]], [[habilidoso]]; Romanian: priceput; Russian: [[искусный]], [[умелый]], [[ловкий]]; Sanskrit: ऋभु; Scots: canny, handy, knackie; Scottish Gaelic: làmhach, teòma, sgileil; Shan: ၵတ်ႉၶႅၼ်ႇ; Spanish: [[ducho]], [[hábil]], [[habilidoso]], [[mañoso]]; Swedish: skicklig; Tajik: моҳир; Telugu: ఆరితేరిన, చేయితిరిగిన; Thai: เก่ง; Urdu: ماہر; Vietnamese: giỏi, khéo léo, khéo; West Frisian: betûft; Westrobothnian: hent, tåma | ||
}} | }} |