Anonymous

προστίθημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ".[[" to ". [["
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προστίθημι:''' Δωρ. ποτι-· προστ. <i>προστίθει</i>, μέλ. -[[θήσω]], αόρ. αʹ <i>-έθηκα</i>, αόρ. βʹ <i>-έθην</i>, υποτ. <i>-θῶ</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>-εθηκάμην</i>, αόρ. βʹ <i>-εθέμην</i>, υποτ. -[[θῶμαι]], γʹ ενικ. ευκτ. -[[θεῖτο]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>-ετεθην</i>·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[τοποθετώ]] [[πλησίον]], Λατ. apponere, σε Ομήρ. Οδ.· [[προστίθημι]] [[τὰς]] θύρας, [[τοποθετώ]] στην πόρτα, σε Ηρόδ.· [[προστίθημι]] κλίμακας τοῖς πύργοις, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]] ή [[παραδίδω]], [[θεῶν]] [[γέρα]] ἐφημέροισι προστίθει, σε Αισχύλ.· <i>γυναῖκα προστίθημί τινι</i>, την [[δίνω]] σε αυτόν ως σύζυγο, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[απλώς]], [[δίνω]], [[παρέχω]], <i>φερνάς</i>, σε Ευρ.· <i>χρήματα</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[προστίθημι]] πρῆγμά τινι, [[επιβάλλω]] [[περαιτέρω]] [[εργασία]] σε κάποιον, [[επιφορτίζω]], σε Ηρόδ.· επίσης με απαρ., <i>προστίθημί τινι πρήσσειν</i>, στον ίδ.· [[έπειτα]], <i>προστίθημί τινι ἀτιμίην</i>, [[επιβάλλω]] σε κάποιον την [[ατίμωση]] ως [[τιμωρία]], στον ίδ.· <i>λύπην</i>, <i>πόνους</i>, σε Ευρ.· <i>ζημίας τινί</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποδίδω]] ή [[καταλογίζω]] σε κάποιον, <i>αἰτίαν τινί</i>, σε Ευρ.· [[θράσος]] τινί, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> προσθέτω, <i>προστίθημί τι τῷ νόμῳ</i>, σε Ηρόδ.· ὅρκῳ [[προστίθημι]] (ενν. <i>τὸν λόγον</i>), δηλ. [[πρώτα]] ορκίζομαι και [[έπειτα]] λέω τον λόγο, σε Σοφ.· απόλ., κάνω προσθήκες, [[επαυξάνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιδίως]] λέγεται για την [[προσθήκη]] σε [[έκθεση]] γεγονότων ή σε έγγραφα, <i>προστίθημί τι περὶ τῆς ξυμμαχίας</i>, στον ίδ.· [[προστίθημι]] τῷ δικαίῳ, προσθέτω στον ορισμό της δικαιοσύνης, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[προστίθημι]] ἑαυτόν τινι, [[προσχωρώ]] στην [[παράταξη]] κάποιου, σε Θουκ. <b>Β.</b> Μέσ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> <i>προστίθεσθαι τὴν γνώμην τινί</i>, [[προσεταιρίζομαι]] τη [[γνώμη]] κάποιου, δηλ. [[συμφωνώ]] με αυτόν, σε Δημ.· απόλ., [[συναινώ]] με, [[οἷς]] ἂν σὺ προσθῇ, σε Σοφ.· [[προστίθημι]] τῷ ἀστῷ, είμαι [[καλώς]] διατεθειμένος προς αυτόν, [[διάκειμαι]] ευνοϊκά, σε Ηρόδ.· απόλ., [[υποκύπτω]], υποτάσσομαι, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίνω]] [[συγκατάθεση]], [[συμφωνώ]] με ένα [[πράγμα]], [[συναινώ]], με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ψῆφον δ' Ὀρέστῃ τήνδ' ἐγὼ προσθήσομαι</i>, κυριολεκτικά, θα ρίξω την ψήφο μου για [[χάρη]] του Ορέστη, δηλ. θα ψηφίσω [[υπέρ]] του Ορέστη, σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>μὴ μιᾷ ψήφῳ προστίθεσθαι</i> (ενν. <i>τὴν γνώμην</i>), <i>ἀλλὰ δυοῖν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. προσ., [[προσεταιρίζομαι]] κάποιον, δηλ. κάνω κάποιον φίλον, <i>προστίθημί τινα</i>, σε Ηρόδ.· <i>ταύτην πρόσθου δάμαρτα</i>, πάρε αυτή για σύζυγο, σε Σοφ. <b>2. α)</b> με αιτ. πράγμ., προσθέτω, [[εφαρμόζω]] σε εμένα, [[αποκτώ]], πρ. [[πλέον]];, σε τί [[μπορώ]] να σε βοηθήσω;, στον ίδ.· πρ.[[χάριν]] = ἐπιχαρίζεσθαι, στον ίδ.· λέγεται για συμφορές, [[επιφέρω]] κατά του [[εαυτού]] μου, σε Τραγ. κ.λπ. <b>β)</b> [[επιφέρω]] [[εναντίον]] άλλων, <i>προσεθήκαντο πόλεμον</i>, έκαναν πόλεμο, σε Ηρόδ.· <i>μῆνιν προσθέσθαι τινί</i>, [[ξεσπώ]] την [[οργή]] μου σε κάποιον, στον ίδ.
|lsmtext='''προστίθημι:''' Δωρ. ποτι-· προστ. <i>προστίθει</i>, μέλ. -[[θήσω]], αόρ. αʹ <i>-έθηκα</i>, αόρ. βʹ <i>-έθην</i>, υποτ. <i>-θῶ</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>-εθηκάμην</i>, αόρ. βʹ <i>-εθέμην</i>, υποτ. -[[θῶμαι]], γʹ ενικ. ευκτ. -[[θεῖτο]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>-ετεθην</i>·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[τοποθετώ]] [[πλησίον]], Λατ. apponere, σε Ομήρ. Οδ.· [[προστίθημι]] [[τὰς]] θύρας, [[τοποθετώ]] στην πόρτα, σε Ηρόδ.· [[προστίθημι]] κλίμακας τοῖς πύργοις, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]] ή [[παραδίδω]], [[θεῶν]] [[γέρα]] ἐφημέροισι προστίθει, σε Αισχύλ.· <i>γυναῖκα προστίθημί τινι</i>, την [[δίνω]] σε αυτόν ως σύζυγο, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[απλώς]], [[δίνω]], [[παρέχω]], <i>φερνάς</i>, σε Ευρ.· <i>χρήματα</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[προστίθημι]] πρῆγμά τινι, [[επιβάλλω]] [[περαιτέρω]] [[εργασία]] σε κάποιον, [[επιφορτίζω]], σε Ηρόδ.· επίσης με απαρ., <i>προστίθημί τινι πρήσσειν</i>, στον ίδ.· [[έπειτα]], <i>προστίθημί τινι ἀτιμίην</i>, [[επιβάλλω]] σε κάποιον την [[ατίμωση]] ως [[τιμωρία]], στον ίδ.· <i>λύπην</i>, <i>πόνους</i>, σε Ευρ.· <i>ζημίας τινί</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποδίδω]] ή [[καταλογίζω]] σε κάποιον, <i>αἰτίαν τινί</i>, σε Ευρ.· [[θράσος]] τινί, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> προσθέτω, <i>προστίθημί τι τῷ νόμῳ</i>, σε Ηρόδ.· ὅρκῳ [[προστίθημι]] (ενν. <i>τὸν λόγον</i>), δηλ. [[πρώτα]] ορκίζομαι και [[έπειτα]] λέω τον λόγο, σε Σοφ.· απόλ., κάνω προσθήκες, [[επαυξάνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιδίως]] λέγεται για την [[προσθήκη]] σε [[έκθεση]] γεγονότων ή σε έγγραφα, <i>προστίθημί τι περὶ τῆς ξυμμαχίας</i>, στον ίδ.· [[προστίθημι]] τῷ δικαίῳ, προσθέτω στον ορισμό της δικαιοσύνης, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[προστίθημι]] ἑαυτόν τινι, [[προσχωρώ]] στην [[παράταξη]] κάποιου, σε Θουκ. <b>Β.</b> Μέσ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> <i>προστίθεσθαι τὴν γνώμην τινί</i>, [[προσεταιρίζομαι]] τη [[γνώμη]] κάποιου, δηλ. [[συμφωνώ]] με αυτόν, σε Δημ.· απόλ., [[συναινώ]] με, [[οἷς]] ἂν σὺ προσθῇ, σε Σοφ.· [[προστίθημι]] τῷ ἀστῷ, είμαι [[καλώς]] διατεθειμένος προς αυτόν, [[διάκειμαι]] ευνοϊκά, σε Ηρόδ.· απόλ., [[υποκύπτω]], υποτάσσομαι, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίνω]] [[συγκατάθεση]], [[συμφωνώ]] με ένα [[πράγμα]], [[συναινώ]], με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ψῆφον δ' Ὀρέστῃ τήνδ' ἐγὼ προσθήσομαι</i>, κυριολεκτικά, θα ρίξω την ψήφο μου για [[χάρη]] του Ορέστη, δηλ. θα ψηφίσω [[υπέρ]] του Ορέστη, σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>μὴ μιᾷ ψήφῳ προστίθεσθαι</i> (ενν. <i>τὴν γνώμην</i>), <i>ἀλλὰ δυοῖν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. προσ., [[προσεταιρίζομαι]] κάποιον, δηλ. κάνω κάποιον φίλον, <i>προστίθημί τινα</i>, σε Ηρόδ.· <i>ταύτην πρόσθου δάμαρτα</i>, πάρε αυτή για σύζυγο, σε Σοφ. <b>2. α)</b> με αιτ. πράγμ., προσθέτω, [[εφαρμόζω]] σε εμένα, [[αποκτώ]], πρ. [[πλέον]];, σε τί [[μπορώ]] να σε βοηθήσω;, στον ίδ.· πρ. [[χάριν]] = ἐπιχαρίζεσθαι, στον ίδ.· λέγεται για συμφορές, [[επιφέρω]] κατά του [[εαυτού]] μου, σε Τραγ. κ.λπ. <b>β)</b> [[επιφέρω]] [[εναντίον]] άλλων, <i>προσεθήκαντο πόλεμον</i>, έκαναν πόλεμο, σε Ηρόδ.· <i>μῆνιν προσθέσθαι τινί</i>, [[ξεσπώ]] την [[οργή]] μου σε κάποιον, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{elru