Anonymous

ὕστερος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ".[[" to ". [["
m (Text replacement - "m’" to "m'")
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕστερος:''' [[ὕστατος]], [[έσχατος]], [[τελευταίος]], συγκρ. και υπερθ. [[χωρίς]] θετικό βαθμό επιθ.<br /><b class="num">Α.[[ὕστερος]]</b>, -α, -ον, [[τελευταίος]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[τελευταίος]], [[έσχατος]], αυτός που έρχεται [[κατόπιν]], [[μετά]] από, [[επόμενος]], [[ακόλουθος]], σε Ευρ., Ξεν.· με γεν., ὕστεροι [[ἡμῶν]], από [[πίσω]] μας, σε Πλάτ.· [[ὑστέρα]] [[νεώς]], [[πίσω]] (βραδύτερη) από το [[πλοίο]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, [[επόμενος]], [[προσεχής]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τῷ ὑστέρῳ ἔτει</i>, τον επόμενο χρόνο, κατά τον προσεχή χρόνο, σε Ξεν.· <i>ὑστέρῳ χρόνῳ</i>, τον [[μετέπειτα]] χρόνο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν. προσ., ύστερα από κάποιον, [[μετά]] από κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· επίσης, <i>ὑστέρῳ χρόνῳ τούτων</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> αργότερα, [[πολύ]] [[αργά]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ., αργότερα από όσο έπρεπε για [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> ως ουσ., <i>οἱ ὕστεροι</i>, Λατ. [[posteri]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για μικρότερη [[ηλικία]], αξία ή [[ποιότητα]], γένει [[ὕστερος]], δηλ. [[νεώτερος]], σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., οὐδενὸς [[ὕστερος]], [[κατώτερος]] από κανέναν, σε Σοφ., Θουκ.· [[ὕστερος]] [[τῶν]] νόμων, [[κατώτερος]], υποκείμενος στους νόμους, σε Αισχίν.<br /><b class="num">IV. 1.</b> το ουδ. [[ὕστερον]] ως επίρρ., [[πίσω]], όπισθεν, με γεν., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, αργότερα, [[έπειτα]], [[μετά]] από, [[κατόπιν]], σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης <i>ὕστερα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., [[ὕστερον]] τούτων, [[μετά]] απ' αυτά, [[κατόπιν]], [[έπειτα]] από αυτά, σε Ηρόδ.· πολλῷ [[ὕστερον]] [[τῶν]] Τρωικῶν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με επιρρ. [[σημασία]] με προθ., <i>ἐςὕστερον</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἐν ὑστέρῳ</i>, σε Θουκ.· <i>ἐξ ὑστέρης</i>, σε Ηρόδ. <b>Β.[[ὕστατος]]</b>, -η, -ον, [[έσχατος]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[τόπο]], <i>πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, [[τίνα]] πρῶτον, [[τίνα]] δ' ὕστατον ἐξενάριξεν;, στο ίδ.· πρὸς ὕστατον [[φῶς]], σε Αισχύλ.· <i>ἡ ὑστάτη</i> (ενν. [[ἡμέρα]]) <i>τῆς ὁρτῆς</i>, η τελευταία [[μέρα]] της γιορτής, σε Ηρόδ.· <i>οὐκἐν ὑστάτοις</i>, όχι [[μεταξύ]] των τελευταίων, σε Ευρ.· <i>οἱ ὕστατοι εἰπόντες</i>, σε Δημ. κ.λπ.· με γεν., [[ὕστατος]] ἁλώσιος, εντελώς [[τελευταίος]] για..., σε Πίνδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> ουδ. ενικ. και πληθ. ως επίρρ., <i>πύματόν τε καὶ ὕστατον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὕστατα καὶ πύματα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[νῦν]] ὕστατα, στο ίδ.· <i>ὕστατα</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με επιρρ. [[σημασία]] με προθ., <i>ἐν ὑστάτοις</i>, επιτέλους, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὕστερος:''' [[ὕστατος]], [[έσχατος]], [[τελευταίος]], συγκρ. και υπερθ. [[χωρίς]] θετικό βαθμό επιθ.<br /><b class="num">Α. [[ὕστερος]]</b>, -α, -ον, [[τελευταίος]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[τελευταίος]], [[έσχατος]], αυτός που έρχεται [[κατόπιν]], [[μετά]] από, [[επόμενος]], [[ακόλουθος]], σε Ευρ., Ξεν.· με γεν., ὕστεροι [[ἡμῶν]], από [[πίσω]] μας, σε Πλάτ.· [[ὑστέρα]] [[νεώς]], [[πίσω]] (βραδύτερη) από το [[πλοίο]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, [[επόμενος]], [[προσεχής]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τῷ ὑστέρῳ ἔτει</i>, τον επόμενο χρόνο, κατά τον προσεχή χρόνο, σε Ξεν.· <i>ὑστέρῳ χρόνῳ</i>, τον [[μετέπειτα]] χρόνο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν. προσ., ύστερα από κάποιον, [[μετά]] από κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· επίσης, <i>ὑστέρῳ χρόνῳ τούτων</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> αργότερα, [[πολύ]] [[αργά]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ., αργότερα από όσο έπρεπε για [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> ως ουσ., <i>οἱ ὕστεροι</i>, Λατ. [[posteri]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για μικρότερη [[ηλικία]], αξία ή [[ποιότητα]], γένει [[ὕστερος]], δηλ. [[νεώτερος]], σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., οὐδενὸς [[ὕστερος]], [[κατώτερος]] από κανέναν, σε Σοφ., Θουκ.· [[ὕστερος]] [[τῶν]] νόμων, [[κατώτερος]], υποκείμενος στους νόμους, σε Αισχίν.<br /><b class="num">IV. 1.</b> το ουδ. [[ὕστερον]] ως επίρρ., [[πίσω]], όπισθεν, με γεν., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, αργότερα, [[έπειτα]], [[μετά]] από, [[κατόπιν]], σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης <i>ὕστερα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., [[ὕστερον]] τούτων, [[μετά]] απ' αυτά, [[κατόπιν]], [[έπειτα]] από αυτά, σε Ηρόδ.· πολλῷ [[ὕστερον]] [[τῶν]] Τρωικῶν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με επιρρ. [[σημασία]] με προθ., <i>ἐςὕστερον</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἐν ὑστέρῳ</i>, σε Θουκ.· <i>ἐξ ὑστέρης</i>, σε Ηρόδ. <b>Β. [[ὕστατος]]</b>, -η, -ον, [[έσχατος]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[τόπο]], <i>πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, [[τίνα]] πρῶτον, [[τίνα]] δ' ὕστατον ἐξενάριξεν;, στο ίδ.· πρὸς ὕστατον [[φῶς]], σε Αισχύλ.· <i>ἡ ὑστάτη</i> (ενν. [[ἡμέρα]]) <i>τῆς ὁρτῆς</i>, η τελευταία [[μέρα]] της γιορτής, σε Ηρόδ.· <i>οὐκἐν ὑστάτοις</i>, όχι [[μεταξύ]] των τελευταίων, σε Ευρ.· <i>οἱ ὕστατοι εἰπόντες</i>, σε Δημ. κ.λπ.· με γεν., [[ὕστατος]] ἁλώσιος, εντελώς [[τελευταίος]] για..., σε Πίνδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> ουδ. ενικ. και πληθ. ως επίρρ., <i>πύματόν τε καὶ ὕστατον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὕστατα καὶ πύματα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[νῦν]] ὕστατα, στο ίδ.· <i>ὕστατα</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με επιρρ. [[σημασία]] με προθ., <i>ἐν ὑστάτοις</i>, επιτέλους, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{elru